ΧΩΡΟΣ ΣΥΝΑΝΤΗΣΗΣ ΚΑΙ ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑΣ ΑΤΟΜΩΝ ΜΕ ΑΚΡΩΤΗΡΙΑΣΜΟ ΑΚΡΩΝ ΚΑΙ ΤΩΝ ΦΙΛΩΝ ΜΑΣ. ΑΦΗΣΕ ΕΝΑ ΣΧΟΛΙΟ ΓΙΑ ΟΤΙ ΒΛΕΠΕΙΣ ΓΙΑ ΟΤΙ ΣΚΕΦΤΕΣΑΙ. ΝΙΚΗ
20 Ιουλίου, 2009
Μορφές ρατσισμού – μορφές ανθρώπων
«Την καημένη! Πώς το έπαθε;»
«Πού θες να ξέρω; Λες να της μίλησα;»
Ανενόχλητοι συνέχισαν τα σχόλια οι καινούριοι συμμαθητές μου, λες και δεν τους άκουγα. Αλλά γι' αυτούς επειδή ήμουν ανάπηρη, ήμουν και κουτή. Ξανάφερα τα λόγια τους στο μυαλό μου. «Την καημένη!» Ξεφύσηξα. Ζήτησα ποτέ τον οίκτο κανενός; Ή μήπως η αναπηρία μου μού στερεί κάθε δικαίωμα στην εκπαίδευση, στον αθλητισμό, στην ψυχαγωγία; Κάθε δικαίωμα στη ζωή...;
Εγώ, που μέχρι εκείνη τη μέρα, πριν τρία χρόνια, είχα τα πάντα. Μέσα στο μικρό μου κόσμο, ήμουν τα πάντα. Αρκούσε ένα ταξίδι, ένα φρενάρισμα, μια λάμψη. Για να αλλάξουν όλα. Δε φανταζόμουν πως θ' αρκούσε μια στιγμή για να χάσω και πατέρα και φίλους και όλα όσα πίστευα ότι μου ανήκαν. Τους απομάκρυνε η αναπηρία μου. Όλους.
Και δεν ήταν μόνο αυτά. Καθημερινά ερχόμουν αντιμέτωπη με την κοινωνική απομόνωση και αναλγησία, την αδιαφορία των φορέων και την αβάσταχτη για μια άριστη, μέχρι το ατύχημα, μαθήτρια όπως εμένα, έλλειψη παιδείας. Κάθε τόσο άκουγα για ενσωμάτωση στη δραστήρια ζωή, ισότητα ευκαιριών και πλήρη συμμετοχή στην κοινωνική ζωή. Δυστυχώς τα λόγια ποτέ δεν πέρασαν στις πράξεις. Ώσπου η ΕΛΕΠΑΠ φρόντισε και για μένα. Κι έτσι έφτασα εδώ να πηγαίνω σχολείο όπως τόσα άλλα παιδιά της ηλικίας μου.
«Ελένη!» Μια φωνή μ' έβγαλε απ' τις σκέψεις μου. Γύρισα χαμένη και κοίταξα το παιδί που με φώναζε. «Είπες τίποτα;» Τον ρώτησα. «Ελένη! Έτσι δε σε λένε;» Ήταν όμορφος από κοντά. Ψηλός με μακριά μαλλιά, που σγούραιναν στις άκρες. Έμοιαζε σαν... Σαν το μπαμπά. Πόσες φορές αργότερα θα έκανα την ίδια σκέψη και πόσες θα ήθελα να του πω... «Ναι, έτσι με λένε». Αυτόν τον έλεγαν Λουκά. Κι έγινε ο καλύτερός μου φίλος. Ο μόνος μου φίλος. Το στήριγμα, όταν όλοι μου είχαν γυρίσει την πλάτη. Ήταν ο μόνος που πίστεψε σ' εμένα.
«Τι εννοείς, γράφεις;» Με ρώτησε, όταν του εκμυστηρεύτηκα την αγαπημένη μου ενασχόληση. «Ποίηση». Του φανέρωσα το μυστικό μου. Δεν ξέρω τι περίμενα, μια κοροϊδία, ένα ειρωνικό γελάκι -έτσι είχα συνηθίσει να μου συμπεριφέρονται. Δεν έκανε τίποτα απ' τα δύο. «Αυτό είναι υπέροχο!» Μου είπε. «Θα ήθελα πολύ να διαβάσω ένα».
Και διάβασε. Όχι μόνο ένα. Για βράδια ολόκληρα καθόμασταν μαζί και διαβάζαμε τα έργα μου. Για χρόνια ολόκληρα έγραφα γι' αυτόν. Υπήρξε το πρώτο πρόσωπο που πίστεψε σ' εμένα, πριν πιστέψω εγώ. Γι' αυτόν ήμουν η ποιήτρια-ταλέντο, όταν για όλους τους άλλους ήμουν η ανάπηρη.
Είχα, λέει, «ειδικές ανάγκες». Ακόμη δεν έχω καταλάβει τι σημαίνει αυτό. Τι το ειδικό χρειάζομαι; Ό,τι κι όλοι οι άλλοι -αγάπη, συμπάθεια, συμπόνια για τη δυσκολία που αντιμετωπίζω^ όμως, όχι λύπηση! «Είσαι ιδιαίτερη», μου έλεγε ο Λουκάς. «Ξεχωριστή, διαφορετική απ' αυτούς. Κι αυτό τους φοβίζει». Μπορεί να είχε δίκιο. Όμως, τι φόβο μπορεί να προκαλεί ένα κορίτσι καθισμένο σε μία καρέκλα; Καταδικασμένο να κάθεται σ' αυτό για όλη του τη ζωή...
Δεν ήταν λίγες οι φορές που γινόμουν αντικείμενο χλευασμού. Δεν ήταν λίγες οι φορές που δοκίμαζα την απόρριψη και την προκατάληψη. Αντιμετωπιζόμουν σαν βάρος της κοινωνίας, πολίτης δεύτερης κατηγορίας. Κάθε φορά που κάνω αυτές τις σκέψεις καταλήγω στο ίδιο συμπέρασμα. Ο κόσμος μπορεί και πρέπει να γίνει καλύτερος, δικαιότερος, πιο ανθρώπινος. Εμένα, αυτό που με σκοτώνει δεν είναι η συμπεριφορά που αντιμετωπίζουν χιλιάδες άλλα παιδιά σαν εμένα. Παιδιά με ειδικές ανάγκες, παιδιά με ειδικές ικανότητες. Παιδιά με απίστευτες ψυχικές και συναισθηματικές δυνάμεις.
Στη ζωή μου τίποτα δε μου προσφέρθηκε απλόχερα. Ό,τι έχω το κέρδισα μόνη μου, με την προσπάθεια και το πείσμα μου, που δεν κλονίστηκαν λόγω της σωματικής μου μειονεξίας. Με κινητήρια δύναμη το πείσμα μου αυτό συνέχιζα το σχολείο. Όχι ότι ένιωσα ποτέ τη δεκτικότητα και την αποδοχή. Για τους συμμαθητές μου, οι καλοί μου βαθμοί ήταν έκφραση οίκτου από τους καθηγητές μου. Ναι, τους ζήλευα. Γιατί αυτοί είχαν γονείς, αυτό που τόσο άδικα εγώ στερήθηκα. Εμένα η μαμά μου ήταν στον ουρανό κι ο μπαμπάς μου... ούτε που ήξερα πού ήταν. Δεν είχε επικοινωνήσει ποτέ μαζί μου μετά το ατύχημα. Δεν ήθελε να με ξέρει. Κι έτσι μόνη μου πέρασα την εφηβεία, μόνη ενηλικιώθηκα, μόνη συνεχίζω να μεγαλώνω...
Τώρα πια δε μ' ενοχλεί. Το μόνο που μ' ενδιαφέρει είναι η ποίηση και ο Λουκάς. Τα μόνα πράγματα που μπόρεσα ν' αγαπήσω στη ζωή μου. Και θ' αφοσιωθώ σ' αυτά. Μπορώ να τους προσφέρω την αγάπη μου για πάντα.
13/07/2007
Αύριο εκδίδεται η πρώτη μου ποιητική συλλογή. Το μεγάλο μου όνειρο γίνεται πραγματικότητα. Διαβάζω για τελευταία φορά τα ποιήματα μου πριν τα παραδώσω στον εκδότη. Η ματιά μου έχει καρφωθεί στην τελευταία στροφή του έργου μου, την αγαπημένη μου. Αυτή μου έδωσε το κουράγιο και τη δύναμη ν' αντέξω στις δυσκολίες, να υπομείνω τα σχόλια όλων και να συνεχίσω για να πραγματοποιήσω τ' όνειρό μου. Πόσες αναμνήσεις, πόσες σκέψεις και συναισθήματα σε μία στροφή...
Κάθε άνθρωπος είναι μοναδικός
κι η μοναδικότητά του
πρέπει να αντιμετωπίζεται
με σεβασμό...
Σημ. Με σεβασμό στη φίλη που μας μίλησε, θελήσαμε να κρατήσουμε την ανωνυμία της και να αλλάξουμε λίγο τα βιογραφικά της στοιχεία.
Δώρα Κουτεντάκη
16 Ιουλίου, 2009
Μια πόρνη για ανάπηρους
Η Μάριεν είναι μια εκδιδόμενη γυναίκα στη Βαρκελώνη που εδώ και έντεκα χρόνια προσφέρει ερωτική συντροφιά σε αναπήρους. Μια συνέντευξη, που έφερε στο φως τη δραστηριότητά της, προκάλεσε αντιδράσεις.
«Ευχαριστώ Μάριεν, μου έδωσες το πρώτο γυναικείο χάδι στη ζωή μου», της έγραψε ο Χουάν που πάσχει από αμυοτροφική πλευρική σκλήρυνση (ΑLS). Το σημαντικό ήταν γι΄ αυτόν ο έρωτας που έκανε μαζί της, όχι τα χρήματα που πλήρωσε. «Είναι αλήθεια, πληρώνομαι για το σεξ… όμως με ευχαριστούν, σαν να είναι θαύμα το να νιώσει ερωτικά κάποιος που είναι διαφορετικός, ένα ακατόρθωτο προνόμιο», λέει η Μάριεν.
Η Μάριεν είναι 48 ετών και δουλεύει στη Βαρκελώνη ως συνοδός-πόρνη, αν προτιμάτε. Στο πανεπιστήμιο σπούδασε Πολιτικές Επιστήμες, παντρεύτηκε, χώρισε και έχει έναν γιο. Αποκάλυψε την «εξειδίκευσή» της στα πρόσωπα με ειδικές ανάγκες σε μια συνέντευξή της στην «Ελ Μούντο». Για μία ώρα χρεώνει 200 ευρώ, εξήγησε, για ένα σαββατοκύριακο 2.000. «Έχω ανακαλύψει ότι οι άνθρωποι αυτοί δεν είναι τόσο εύθραυστοι. Μερικές στιγμές χρειάζονται βοήθεια, όμως έχουν και μιαν ασυνήθιστη ικανότητα να ξεπερνούν τις δυσκολίες».
«Κοινωνική υπηρεσία» κατά τη Μάριεν
Μολονότι σήμερα χαρακτηρίζει τη δουλειά της «κοινωνική υπηρεσία», δεν κρύβει ότι στην αρχή επέλεξε από καθαρό υπολογισμό να εργαστεί «σ΄ έναν τομέα που οι άλλες υποτιμούσαν». «Παντρεύτηκα στα 17 μου, ο γάμος απέτυχε, είχα έναν γιο κι έναν πατέρα να φροντίσω. Άλλαξα όνομα κι άρχισα να δουλεύω στα νάιτ κλαμπ της Βαρκελώνης. Έβλεπα τις συναδέλφους μου να περιφρονούν τους άνδρες σε αναπηρικές καρέκλες, τους κουτσούς ή αυτούς που φορούσαν γυαλιά με χοντρούς φακούς. Κατάλαβα πως αυτός ήταν ο δρόμος και άρχισα τις καταχωρήσεις στις καταλανικές εφημερίδες εμφανιζόμενη ως ανεξάρτητη συνοδός και διευκρινίζοντας σε ποιους απευθύνω το μήνυμα», εξήγησε η Μάριεν στην «Ελ Μούντο». «Σήμερα ζω άνετα, μπόρεσα να αγοράσω δύο διαμερίσματα, να σπουδάσω το γιο μου».
«Αυτό που θέλω είναι να σπάσω το ταμπού της σεξουαλικότητας των αναπήρων», προσθέτει. «Είναι ένα πρόβλημα που δεν θέλει να δει κανείς, πρόκειται για την άρνηση ενός δικαιώματος. Οι συνάδελφοί μου στην αρχή μού έλεγαν, “Μάριεν, πώς το κάνεις, δεν αηδιάζεις;”. Ναι, ακριβώς έτσι μιλούσαν. Όχι, ουδέποτε αισθάνθηκα κάτι τέτοιο. Και έπειτα, ανάμεσα στους πελάτες μου συνάντησα ανθρώπους απίστευτους, εύθραυστους μόνο φαινομενικά».
Οι αντιδράσεις
Η ιστορία της Μάριεν έκανε, μέσω των μπλογκ, το γύρο της Ευρώπης με διάφορες αντιδράσεις. Οι ενώσεις αναπήρων συνιστούν επιφύλαξη και περίσκεψη. Όμως ο Ιταλός Μάρκο, ένας 31χρονος τετραπληγικός μπλόγκερ, είναι αποφασισμένος: «Είμαστε ανθρώπινα πλάσματα, έχουμε δικαίωμα στο σεξ, στην αγάπη, στην ηδονή. Αφού διάβασα την ιστορία της Μάριεν, ζήτησα από τη μητέρα μου να πάρει το τροχόσπιτο και να με πάει στην Ισπανία. Εκείνη άρχισε να γελάει, το είπα στον πατέρα μου κι εκείνος απάντησε: “Γιατί όχι, θα μπορούσε να είναι μια καλή ιδέα”».
http://www.sigmalive.com/
30-4-2009
16 Ιουνίου, 2009
Σεξ στο Αναπηρικό Αμαξίδιο
Είχε αυτό το ύφος από τη στιγμή που έκανα εκείνο το σχόλιο στις οκτώ η ώρα, αμέσως μετά το δείπνο. Κατά τις εννιά ήμουν έτοιμος να την πάω στο σπίτι της. Δεν ήταν ακριβώς αυτό που περίμενα, αλλά μπορούσα να καταλάβω το πόσο σκληρό είναι για ένα εικοσάχρονο κορίτσι να είναι καθηλωμένο σε αναπηρικό αμαξίδιο. Όσο όμως κι αν τη δικαιολογούσα είχαν αρχίσει να με ενοχλούν τα κακόβουλα και οξύθυμα σχόλιά της.
«Ποιο ακριβώς είναι το πρόβλημά σου;» της είπα με ορμή, και ήμουν έτοιμος να της μιλήσω αρκετά άσχημα αδιαφορώντας για το αν είναι ανάπηρη ή όχι.
«Πρόβλημα;», επανέλαβε, «Δεν έχω κανένα πρόβλημα. Δεν με νοιάζει αν η αδερφή μου σε πλήρωσε για να βγάλεις το κακόμοιρο ανάπηρο κορίτσι για δείπνο!».
«Διάβολε!», γκρίνιαξα. «Δεν σου είπα ότι με πλήρωσε. Απλά είπα ότι δανείστηκα κάποια χρήματα. Κι όχι από την αδερφή σου!»
Αυτό που ήθελα να της πω κατά τη διάρκεια του καφέ, μετά το δείπνο μας, ήταν ότι το ραντεβού μας εξελίχθηκε παρά πολύ όμορφα - για μένα τουλάχιστον! «Τι εννοείς;», με ρώτησε μαλακώνοντας τον τόνο της φωνής της. «Εννοώ ότι άξιζε τον κόπο που δανείστηκα κάποια χρήματα για να βγούμε. Την επόμενη Παρασκευή θα μου έρθει το επίδομα ανεργίας και δεν ήθελα να αναβάλω το ραντεβού μας. Έγινε κατανοητό αυτό;»
«Νομίζω!», απάντησε, «Αλλά υποθέτω ότι θα ήθελες να χορέψουμε κι εγώ δεν μπορώ βέβαια!». «Όχι», της είπα, «εξάλλου κι εμένα δεν μου πολύ-αρέσει ο χορός !» «Κι η αδερφή μου δεν σε πίεσε να βγούμε;».
Εδώ θέλω να κάνω μια παρένθεση και να αναφέρω ότι η αδερφή της όντως μου πρότεινε να βγάλω έξω την Melanie, αλλά το μόνο της επιχείρημα ήταν ότι η Melanie ήταν ερωτευμένη μαζί μου. Όταν η Jamie μου πρότεινε να βγω ραντεβού με την αδερφή της, μπορεί να μην το είχα υπολογίσει από πριν, αλλά ήταν για μένα η κατάλληλη στιγμή για να τονώσω το εγώ μου με το να βγω έξω με μια όμορφη κοπέλα - έστω κι αν ήταν στο αμαξίδιο - που ήξερα ότι της άρεσα. Η -για δυο χρόνια αρραβωνιαστικιά μου- με είχε παρατήσει και με έκανε να νιώθω σαν ηλίθιος αφού το έσκασε στο LasVegas με το αφεντικό μου, κι έτσι έχασα και την κοπελιά και τη δουλειά μου. Εξάλλου η Melanie έμοιαζε τόσο πολύ με την Doris Day, πράγμα που δεν ήταν καθόλου κακό βέβαια.
«Μου ανάφερε ότι θα ήθελες να βγούμε» της είπα διακριτικά, «κι από τη στιγμή που είμαι χωρισμένος και αδέσμευτος, ενδιαφέρθηκα!» «Αληθινά ενδιαφέρεσαι;» μου είπε διστακτικά. «Λίγοι άντρες θα ήθελαν να βγουν με μια ανάπηρη κοπέλα. Μήπως σκοτώνεις την ώρα σου μαζί μου μέχρι να βρεις κάτι καλύτερο;»
«Όχι βέβαια!» της είπα κοφτά. «Πέρασε ποτέ από το μυαλό σου ίσως ότι είσαι ένα πολύ όμορφο κορίτσι;».
Με κοίταξε και είπε «Ήμουν όμορφη κάποτε και μην μου λες αηδίες ότι δεν σε νοιάζει που είμαι ανάπηρη και τέτοια».
Τί συμπεριφορά! Δεν ήταν δουλειά μου βέβαια να τονώσω το πληγωμένο της «εγώ», αλλά είπα να προσπαθήσω. Εξάλλου με είχε κουράσει η μίζερη στάση της. «Α, ναι; Ανάπηρη; Ίσως. Αλλά πες μου πόσο ανάπηρη είσαι; Εννοώ, ότι εμένα μου φαίνεσαι μια χαρά κι όλα τα μέλη του σώματος σου είναι στη θέση τους! Εκτός από το γεγονός ότι δεν μπορείς να χορέψεις ή να παίξεις τέννις κατά τα αλλά είσαι μια κανονική γυναίκα.»
«Πώς το ξέρεις;», με διέκοψε. «Ίσως να μην αισθάνομαι τίποτα από τη μέση και κάτω. Ίσως να μην είναι πολύ διασκεδαστικό για κάποιον να κάνει έρωτα σε ένα κομμάτι ψόφιο κρέας!». Άρα είχε δοκιμάσει να κάνει σεξ μετά το τροχαίο. Έπιασα τον εαυτό μου να τη λυπάται και τη ρώτησα . «Ήταν ο μόνος τρόπος κι η μοναδική φορά που έκανες έρωτα;», η ερώτηση αυτή την ξάφνιασε προ στιγμήν. Με κοίταξε μες στα μάτια, έτοιμη να μου απαντήσει, αλλά την πρόλαβα. «Όλοι μας κάνουμε αυτό που μπορούμε. Εξάλλου υπάρχουν πολλοί τρόποι για να γίνει κάτι τέτοιο!» της είπα βιαστικά. «Αλήθεια;» μου απάντησε, «Πόσο καιρό νομίζεις ότι ένας νορμάλ άνθρωπος μπορεί να κάνει «στο περίπου σεξ» με μια ανάπηρη γυναίκα;». «Τί εννοείς με αυτό;», τη ρώτησα. «Η κουβέντα αρχίζει να ξεφεύγει», μου είπε κουρασμένα κι έκανε να φύγει. «Σε παρακαλώ, βοήθησέ με να μπω μέσα, και μετά μπορείς να πηγαίνεις». Νόμιζα ότι είδα ένα δάκρυ στην άκρη του ματιού της. Άνοιξα την πόρτα και την έσπρωξα μέσα, αλλά δεν βιάστηκα να φύγω. Μου είχε κινήσει την περιέργεια το πώς κάνει έρωτα ένα άτομο στο αναπηρικό αμαξίδιο. Ήθελε να φύγω, αλλά καθυστερούσα επίτηδες για να δω αν θα μου ανοιχτεί. Στο τέλος, με κοίταξε προκλητικά και είπε «Θέλεις να μάθεις, ε;». «Ναι είμαι πολύ περίεργος!» της απάντησα. «Διάβολε. Δεν πιστεύεις ότι μπορεί να σε βρίσκω πολύ ελκυστική; Εγώ πάντως θέλω να κάνω κάτι μαζί σου!»
Με κοίταξε έντονα και προσπαθούσε να καταλάβει αν την κορόιδευα ή όχι. Υποθέτω ότι πολλοί περίεργοι τύποι μπορεί να «φτιάχνονται» με την ιδέα να κάνουν σεξ με μια ανάπηρη γυναίκα, αλλά εγώ δεν είμαι από αυτούς. Πράγματι την έβρισκα πολύ ελκυστική πριν αρχίσει να μιλά με πικρία. Εν τέλει, η Melanie είπε. «Πολύ καλά λοιπόν, σβήσε τα φώτα και κλείδωσε την πόρτα». Έκανα όπως μου είπε και μέχρι να επιστρέψω είχε βγάλει την μπλούζα και το σουτιέν της, είχε ξεσφίξει την ζώνη κι είχε ξεκουμπώσει τα δυο πρώτα κουμπιά του τζιν της.
«Μην ντρέπεσαι», μου είπε, «θα χρειαστεί να με βοηθήσεις, γι’ αυτό σταματά να χαζεύεις τα στήθη μου και βγάλε τα ρούχα σου!». Ήταν πολύ απότομη, αλλά ακόμα κι έτσι, στη θέα των καλοσχηματισμένων στηθών της, δεν μπορούσα να αντισταθώ. Όμως ο κυνικός τρόπος που μου μίλαγε μου θύμιζε φθηνή πόρνη, πράγμα που δεν μου άρεσε καθόλου. Γονάτισα πάλι στο καρότσι της και αγνοώντας τα γυμνά της στήθη την φίλησα. «Είμαι λιγάκι ντροπαλός», της είπα χαμογελώντας όταν απομακρυνθήκαμε. «Για αυτό θα πάρει λίγο χρόνο για να «φτιαχτώ». Πρέπει να φιληθούμε πρώτα αρκετά, για να πέσουμε έπειτα στο κρεβάτι. Εντάξει;»
Γέλασε κι εκείνη και χαλάρωσε. Φιληθήκαμε αρκετά φορές -φιλούσε πολύ καλά ομολογώ- κι ύστερα ασχολήθηκα με τα όμορφα στήθη της, τα χάιδευα, τα ζύμωνα, τα φιλούσα και τσίμπαγα τις θηλές της. Η ανάσα της μου έδειχνε ότι είχε αρχίσει να ερεθίζεται, και με το χέρι μου προχώρησα από το στήθος στην κοιλιά της κι άρχισα να κατεβάζω το φερμουάρ του παντελονιού της. Τότε με σταμάτησε. «Περίμενε», μου ψιθύρισε. «Θέλω να κάνω πρώτα κάτι πριν γδυθούμε, εντάξει;».
Μου ζήτησε να κατεβάσω το παντελόνι μου κι αυτή τη φορά το έκανα. Ένιωθα λίγο αμήχανα να στέκομαι όρθιος και ημίγυμνος από τη μέση και κάτω, και με τον φαλλό μου σχεδόν σε στύση, αλλά εκείνη με έπιασε από το πόδι για να πλησιάσω πιο κοντά, και άνοιξα λίγο τα πόδια μου για να περάσω από τα μπράτσα του καροτσιού και να πλησιάσω στο πρόσωπό της. Μου χαμογέλασε, και καθώς κάθισα στα μπράτσα του αμαξίδιου, άρχισε να μου χαϊδεύει το πέος. Ερεθίστηκα και ήρθα σε στύση. Έπιασε το πέος μου κι άρχισε να το μαλάζει. Έπειτα άνοιξε το στόμα της και μου έκανε στοματικό έρωτα. Ήταν υπέροχα! Δεν ξέρω πόση εμπειρία είχε πριν το ατύχημά της, αλλά τα κατάφερνε μια χαρά. Καθώς συνέχιζε της είπα «Μωρό μου, έχω ερεθιστεί πολύ!». «Αυτό είναι καλό. Θέλεις να τελειώσεις μήπως;» «Ναι», της είπα, «κι αν δεν σταματήσεις δεν σου εγγυώμαι τίποτα!». «Καλό θα ήταν, όμως θα προτιμούσα να μη λερώσεις το στήθος μου. Θέλεις να τα καταπιώ;»
Αντί να της απαντήσω, έσπρωξα τα ισχία μου μπροστά κι εκείνη συνέχισε να με γλύφει. «Νομίζω ότι είσαι σχεδόν έτοιμος!», και με μιας, τελείωσα στο στόμα της. Εκείνη κατάπιε το σπέρμα μου και στη συνέχεια μου καθάρισε το πέος από τα υγρά. Τα πόδια μου παρέλυσαν και κάθισα στο χαλί πλάι στο καρότσι της, βαριανασαίνοντας, και καθώς προσπαθούσα να ανασηκωθώ, φώναξα. «Θεέ μου! Ήταν καταπληκτικά!»
«Τώρα ξέρεις!», μου είπε λιγάκι θλιμμένα. «Υποθέτω πως ναι», της απάντησα. «Όμως δεν έχουμε τελειώσει! Τί μπορώ να κάνω εγώ για σένα τώρα;». Με κοίταξε, έκπληκτη, και σαν μεθυσμένη με ρώτησε: «Μπορείς να έρθεις ξανά σε στύση;». «Ίσως σε λιγάκι», της είπα με ειλικρίνεια. « Εν τω μεταξύ, γιατί δεν πέφτουμε σε κανένα κρεβάτι να είμαστε πιο άνετα;». Το σκέφτηκε για λίγο, κι έπειτα μου έγνεψε με συγκατάβαση. Καθώς την έσπρωχνα προς την κρεβατοκάμαρα μου είπε: «Πρέπει να σε προειδοποιήσω ότι είμαι πολύ υποτονική από την μέση και κάτω.» «Κανένα πρόβλημα», της είπα με περισσότερη σιγουριά από ό,τι αισθανόμουν.
Χρειάστηκε να τη σηκώσω στα χέρια για τη βάλω στο κρεβάτι, να ξεστρώσω τα σεντόνια και να τη βοηθήσω να γδυθεί από τη μέση και κάτω. Τα πόδια της ήταν χαλαρά, ωχρά και μαλακά σε σύγκριση με το άνω μέρος του σώματός της, αλλά το πιο σημαντικό ήταν να καταλάβω ακριβώς τί αισθάνεται από τη μέση και κάτω.
Αρχικά, όταν ξαπλώσαμε στο κρεβάτι άρχισα να τη χαϊδεύω παντού, και κυρίως στα κάτω άκρα και την ηβική της περιοχή. «Πες μου τί αισθάνεσαι;», τη ρώτησα. «Αυτό το αισθάνομαι», μου είπε, «αλλά δεν ερεθίζομαι πολύ γρήγορα». «Σε ποιο σημείο σταματά η αισθητικότητά σου;». «Έχω χτυπήσει πάνω από τα γόνατα, οπότε από εκεί και κάτω δεν λειτουργούν καλά τα πόδια μου. Υπάρχει και μια βλάβη ψηλότερα, οπότε κάποιες φορές έχω προβλήματα με την πλάτη μου επίσης».
«Καλό αυτό» της είπα. «Εννοώ καλό είναι που αισθάνεσαι εκεί, γιατί θέλω να σε φιλήσω στα σημεία αυτά!»
«Δεν χρειάζεται να το κάνεις αυτό!», διαμαρτυρήθηκε. «Αφού το θέλω!», της είπα απλά. Στην αρχή ταράχτηκε και κουνούσε νευρικά τα χέρια της χαϊδεύοντας το κεφάλι μου και προσπάθησε να με τραβήξει πάνω, αλλά μόλις πήρα τη σωστή θέση, τής άνοιξα τα πόδια, έσπρωξα με την παλάμη μου προς τα πάνω τη λεκάνη της, κι εκείνη παραδόθηκε εντελώς στα χέρια μου. Το πρόβλημα τελικά δεν ήταν η αναπηρία της, αλλά η στάση που είχε εκείνη όσον αφορά στην αναπηρία. Υποψιάστηκα ότι θα είχε κάνει στοματικό έρωτα σε μερικούς, χωρίς κανείς να της το ανταποδώσει ή να κάνει ολοκληρωμένο έρωτα μαζί της, πράγμα που εγώ τουλάχιστον θα το επιδίωκα.
Το αιδοίο της είχε μια περίεργη μυρωδιά, όχι άσχημη όμως, και καθώς την έγλυψα λίγες φορές τη συνήθισα, και μετά από λίγο αισθάνθηκα από τα βογκητά της και από τη γλώσσα μου ότι είχε υγρανθεί αρκετά, κι ήταν σχεδόν έτοιμη για την πράξη. «Το νιώθεις αυτό;», τη ρώτησα. «Ναι , λιγάκι». Κι όταν έδειξα να διστάζω με παρότρυνε: «Σε παρακαλώ μη σταματάς. Ακόμα κι αν δεν αισθάνομαι εντελώς, είναι πολύ ωραία!»
Έτσι συνέχισα, κι εκείνη έδειχνε να το απολαμβάνει. Κάποια στιγμή σύρθηκα πάνω της και τη ρώτησα: «Είσαι έτοιμη να το κάνουμε;». «Δεν είμαι σίγουρη, αλλά ας το δοκιμάσουμε!», μου είπε. «Παίρνεις κανένα μέτρο προφύλαξης;», τη ρώτησα. «Θεέ μου!», αναφώνησε, «ούτε που το σκέφτηκα!». Έσκυψα τότε κι έβγαλα ένα προφυλακτικό από την τσέπη του παντελονιού μου, ελπίζοντας να μην με παρεξηγήσει που ήμουν προετοιμασμένος. Πάντα κουβαλώ ένα προφυλακτικό, αλλά οι κοπέλες συνήθως ενοχλούνται όταν το ανακαλύπτουν. Κάθισα στην άκρη του κρεβατιού για να το βάλω, κι η Melanie με κοίταζε προσεχτικά: «Θες να με βοηθήσεις;», της είπα. Χαμογέλασε, και στην παρότρυνσή μου έβαλε το χέρι της, και αδέξια έσπρωξε το προφυλακτικό στο πέος μου. Αναρωτήθηκα πόσες σεξουαλικές εμπειρίες να είχε πριν το ατύχημά της.
Ανέβηκα πάνω της και με καθοδήγησε προς το αιδοίο της. Έπρεπε να ανοίξω καλά τα πόδια της και να ανασηκώσω τα γόνατά της με δυσκολία, αλλά μόλις το πέος μου διείσδυσε, στη μάλλον στέγνη της μήτρα, τα πράγματα έγιναν ευκολότερα. Η λίπανση του προφυλακτικού βοήθησε αρκετά. Στην αρχή μπήκα μαλακά και αργά, για να χαλαρώσει πιο πολύ και να λιπανθεί καλύτερα, κι έπειτα κρατώντας τα πόδια της και καθώς εκείνη έβαλε τα χέρια της στο λαιμό μου, συνέχισα σε αργό ρυθμό.
Η δεύτερη φορά πάντα είναι πιο αργή και λιγότερο έντονη, πράγμα που σίγουρα διευκόλυνε την Melanie. Παρέμεινα χαλαρός και απολάμβανα την ανταπόκρισή της. Μπορεί να ανησυχούσε στην αρχή, αλλά τώρα δεν διέφερε και πολύ από άλλες κοπέλες χωρίς κινητικές δυσκολίες. Εξάλλου για μένα δεν υπάρχει κακό σεξ, απλά καλό και λιγότερο καλό. Οι ανάσες της έγιναν πιο έντονες και είχε αρχίσει να ιδρώνει στο στήθος και στα πόδια. «Mel, μωρό μου, είσαι έτοιμη να τελειώσεις;». «Δεν ξέρω, δεν είμαι σίγουρη. Συνέχισε!». «Χαλάρωσε», της είπα. «Όταν νιώσεις έτοιμη πες μου».
Συνέχισα σε πιο έντονο ρυθμό, και τότε μου ζήτησε να τελειώσω. Επιταχύνοντας τις διεισδύσεις μου τελείωσα μέσα της, γεμίζοντας το προφυλακτικό με το σπέρμα μου. Το κακό με τα προφυλακτικά είναι ότι όταν τελειώσεις για να μην μείνει μέσα στην μήτρα πρέπει η γυναίκα να παραμείνει ακίνητη. Ήμουν ακόμα αρκετά ερεθισμένος και με προσοχή έπιασα την βάση του προφυλακτικού, και σιγά-σιγά βγήκα από μέσα της. Δεν ήμουν σίγουρος αν ήρθε σε οργασμό, αλλά ήμουν βέβαιος ότι το ευχαριστήθηκε. Καθώς είχα σταθεί στα γόνατα και προσπαθούσα να βρω ένα μέρος να αφήσω το προφυλακτικό, η Melanie με εξέπληξε παίρνοντάς το από τα χέρια μου και κρατώντας το ψηλά χαζεύοντας το περιεχόμενο.
«Φαίνεται μπόλικο!», σχολίασε. «Ευχαριστώ», απάντησα. «Έχεις αφήσει ποτέ έγκυο καμία κοπέλα;». « Όχι από ό,τι ξέρω. Προσέχω πολύ.» Άρχισα να γλύφω τα στήθη και την κοιλιά της. Τότε έγινε κάτι ακόμα πιο περίεργο. Η Melanie άρχισε να αναπνέει βαριά, να αναστενάζει και να ανατριχιάζει στα σημεία που περνούσε η γλώσσα μου. Ερχόταν σε οργασμό! Έβγαλε ένα μακρύ βογκητό κι έπειτα χαλάρωσε. Μου ήταν αδύνατο να μην τη ρωτήσω: «Έτσι σου αρέσει να τελειώνεις;»
Η Melanie ξαφνιάστηκε και μάλλον ντράπηκε. «Δεν ξέρω. Δεν το έχω ξανακάνει αυτό. Μου φάνηκε απλά πολύ σέξι και στο ζήτησα». Το παλιοκόριτσο! Μέχρι εκείνη την στιγμή όλα ήταν όμορφα και δεν θα με πείραζε να το ξανακάνω μαζί της. Από αυτό το σημείο όμως και μετά ήμουν απόλυτα σίγουρος ότι ήθελα να είμαι μαζί της. «Νομίζεις ότι μπορείς να τελειώσεις και με άλλον τρόπο;» « Δεν ξέρω», μου απάντησε. «Θα ήθελα να δοκιμάσω το χάπι για να τελειώνεις μέσα μου, ακόμα κι αν δεν το καταλαβαίνω!»
Ίσως κάποιοι αναρωτιούνται γιατί είμαι με αυτήν την κοπέλα που είναι σε αναπηρικό αμαξίδιο. Δεν με νοιάζει και δεν χρειάζεται να μάθουν το γιατί. Ίσως η Melanie να μη μπορεί να χορέψει ή να κινήσει τα πόδια της, ή να έρθει σε οργασμό κανονικά. Όμως στο κρεβάτι η γυναίκα αυτή είναι σκέτο ηφαίστειο! Με κάνει να θέλω να κοιμάμαι μαζί της, να ξυπνάω μαζί της και να φτάνω σε οργασμό μαζί της ξανά και ξανά και ξανά!
Απόδοση στα ελληνικά:
Πάνος Ζουρνατζίδης, Εργοθεραπευτής,
01 Ιουνίου, 2009
Τα μικρά, καθημερινά θαύματα του Οδυσσέα
Τα μικρά, καθημερινά θαύματα του Οδυσσέα
Δεν πειράζει, ρε μάνα, θα φτιάξω ένα ωραίο ξύλινο πόδι και θα το σκαλίσω κιόλας
Δ. ΓΑΛΑΝΗΣ - Ν. ΚΑΡΑΓΙΑΝΝΗΣ | Κυριακή 12 Ιουλίου 1998Κόπηκε το πόδι του, όχι όμως η θέληση και η όρεξή του για ζωή. Ασχολείται με τον αθλητισμό, τη μεταξοτυπία, την οικολογία, ακόμη και με το μόντελινγκ. Αρχισε από εκεί όπου οι άλλοι σταματούν
«Ζωή θα πει αυτό: επτά φορές να πέφτεις και να σηκώνεσαι οκτώ», λέει ένα αρχαίο ζεν χαϊκού. Πριν από δεκαπέντε χρόνια, ο Οδυσσέας Σαββόπουλος ήταν 18 ετών, ζούσε στην Εδεσσα και ήταν μαθητής της Γ' Λυκείου. Ενα βράδυ, επιστρέφοντας στο σπίτι του με το αυτοκίνητο, είχε ένα ατύχημα που θα άλλαζε για πάντα τη ζωή του. Λίγες ώρες αργότερα, ανακτούσε τις αισθήσεις του, για να ανακαλύψει πως είχε χάσει για πάντα το δεξί του πόδι. Εκεί, άρχισε η δική του, προσωπική Οδύσσεια. Ενα ταξίδι γεμάτο δυσκολίες, αντιξοότητες, προσωπικούς θριάμβους και μικρά καθημερινά θαύματα.
Η αγάπη του για τον αθλητισμό τον οδήγησε στην προσαρμοσμένη άθληση: άλμα εις μήκος και δρόμους ταχύτητας. Το 1997, πρώτη φορά, αθλητής εκπροσώπησε την Ελλάδα στο Πανευρωπαικό Πρωτάθλημα Στίβου Κινητικά Αναπήρων, όπου κατετάγη 6ος στο μήκος και 10ος στα 100 μέτρα. Εκτός από τον αθλητισμό, ασχολείται με προγράμματα άθλησης και ψυχαγωγίας, κινητικά αναπήρων, και έχει μέχρι στιγμής διοργανώσει δύο ποδηλατικούς γύρους της Κρήτης για άτομα με ειδικές ανάγκες. Εφέτος, διοργανώνει το πρώτο πανελλήνιο τουρνουά beach volley για κινητικά αναπήρους.
Ενώ ψάχνει ακόμη για την προσωπική του Ιθάκη, με το παράδειγμά του δίνει ένα μήνυμα ζωής και ελπίδας σε χιλιάδες νέους που αντιμετωπίζουν το ίδιο πρόβλημα.
Ηταν ένα ατύχημα, σαν αυτά που συμβαίνουν καθημερινά σε ολόκληρη την επικράτεια. Μια κακιά στιγμή, ένας αδέξιος χειρισμός, ένας οξύς πόνος, και ξαφνικά ένας νέος άνθρωπος βρίσκεται μέσα σ' ένα σθενοφόρο που τρέχει ουρλιάζοντας για το πλησιέστερο νοσοκομείο. "Θυμάμαι πως μετά το ατύχημα, όσο με μεταφέρανε στο νοσοκομείο, έβλεπα το πέλμα μου και προσπαθούσα να του δώσω οδηγίες να κουνηθεί, κι έμενε ακίνητο, και κάπου εκεί μου μπήκε η ιδέα πως θα μου κόψουν το πόδι". Οταν ανέκτησε τις αισθήσεις του, γιατί είχε χάσει πολύ αίμα, βρέθηκε σ' ένα λευκό δωμάτιο νοσοκομείου. "Εριξα μια ματιά προς τα κάτω, και σήκωσα το πόδι για να δω αν είχα το πέλμα μου, και είδα πως δεν το είχα. Σήκωσα τα μάτια κι άφησα να κυλήσει ένα δάκρυ, που ήταν λυτρωτικό". Αμέσως άρχισε να κρατάει σημειώσεις σε ένα σημειωματάριο που είχε δίπλα του. Ο πρώτος άνθρωπος που μπήκε στο δωμάτιο ήταν η μητέρα του, και ενώ εκείνη ήταν συντριμμένη, εκείνος είχε ήδη βρει τη διάθεση για χιούμορ. "Αγνοούσα παντελώς για τεχνητά μέλη. Της είπα λοιπόν: Δεν πειράζει, ρε μάνα, θα φτιάξω ένα ωραίο ξύλινο πόδι και θα το σκαλίσω κιόλας. Είχα ήδη αρχίσει να σκέφτομαι πώς θα το κάνω ωραίο. Είναι λίγο περίεργο αυτό που θα σας πω, αλλά δεν στενοχωρέθηκα και πάρα πολύ. Οταν αργότερα πήγα στη Βραζιλία, μια φίλη μου με πήγε σε μια βραζιλιάνα Μάμα, η οποία μου είπε πως και σε προηγούμενες ζωές είχα κομμένο πόδι. Ισως, έτσι εξηγείται".
Η εμπειρία της Νέας Υόρκης
Εξι μήνες μετά το ατύχημα, έφυγε για τη Νέα Υόρκη για να σπουδάσει δημοσιογραφία στο Ν.Υ.U. με υποτροφία, αλλά από το πρώτο εξάμηνο παράτησε τη δημοσιογραφία και γράφτηκε σ' ένα τμήμα που έκανε μαθήματα πάνω στο Ζεν, τον βουδισμό και τον ταοϊσμό. "Οπως καταλαβαίνετε, μετά από λίγο, μου έκοψαν την υποτροφία κι αναγκάστηκα να σταματήσω γιατί τα δίδακτρα ήταν πολύ ακριβά". Στη Νεα Υόρκη, έμεινε τρία χρόνια. "Μπορώ να πω πως εκεί αντρώθηκα. Είχα την ευκαιρία να βάλω ένα πολύ καλό πόδι, σε ένα πειραματικό πρόγραμμα του Πανεπιστημίου για Orthotics και Prosthetics. Μπορούσα να πηγαίνω στα εργαστήρια και να βλέπω από κοντά τις πρώτες ύλες και τα κολλήματα. Στα παλιά μοντέλα δεν μπορούσες να κάνεις ρυθμίσεις, όπως στα σημερινά μοντέλα. Εμένα δεν με πειράζει να φαίνεται το μεταλλικό μέρος, γιατί μου αρέσει να βγαίνω cyborg, όπως αρέσει και στα πιτσιρίκια». Το πιο βασικό όμως στη διαμονή του, στην Αμερική, είναι το γεγονός πως ήρθε σε επαφή και γνώρισε από κοντά μια εντελώς διαφορετική αντιμετώπιση πάνω στο θέμα. Εκεί, είναι πολύ πιο εύκολο για ένα άτομο με ειδικές ανάγκες να προσαρμοστεί, να δουλέψει και να ενταχθεί σ' ένα κοινωνικό σύνολο, απ' ό,τι είναι στην Ελλάδα. «Εκεί, κατάλαβα πως ήταν σημαντικό οι κινητικά ανάπηροι να έρχονται σε επαφή, όχι για να κάνουν ζευγάρια και να γκετοποιηθούν, αλλά για να ξεπεράσουν τη δυσφορία για το σώμα τους, να απολαύσουν την ερωτική πράξη, όπου όλοι έχουμε δικαίωμα, όπως και να κάνουμε οικογένεια. Εδώ στην Ελλάδα, το 90% έχει πολύ μεγάλο πρόβλημα. Στις γυναίκες ακόμα περισσότερο. Ενας άντρας μπορεί να πάει σε μια πόρνη, να πάρει τηλέφωνο μια Ρωσίδα που θα πάει σπίτι του. Βέβαια, για να είμαστε ειλικρινείς, και ο άντρας ακρωτηριασμένος ντρέπεται. Πολλοί θεωρούν αδιανόητο να κυκλοφορήσουν με μία κοπέλα και να φαίνεται το τεχνητό πόδι τους».
Μια από τις πρωτόγνωρες γι' αυτόν εμπειρίες ήταν και η αίσθηση πόνου ή καψίματος στο χαμένο μέλος. «Τα πρώτα χρόνια είναι ακόμα πιο έντονο, όσο περνάει ο καιρός λιγοστεύει. Με τη βοήθεια της γιόγκα, του στρέτσινγκ και της φυσικής άσκησης, μπορώ μερικές στιγμές να αισθανθώ αυτό το υπέροχο συναίσθημα πως υπάρχει και το άλλο πόδι. Στην περίπτωση του σεξουαλικού οργασμού, ειδικά αν είσαι πεπειραμενος και μπορείς να συγκρατηθείς για αρκετή ώρα, σου δίνει το πιο απελευθερωτικό συναίσθημα, ειδικά όσον αφορά τη δυσφορία του κομμένου μέλους. Λες και ξαφνικά, εκεί που νομίζεις πως υπάρχει ένας τοίχος, ξεδιπλώνεται το μέλος σου σαν ένα λουλούδι. Είναι φοβερή αίσθηση».
Οι περισότεροι πιστεύουν πως με έναν ακρωτηριασμό σταματάει και η ζωή, και μαζί μ' αυτή και όλες εκείνες οι δραστηριότητες και απολαύσεις που της δίνουν νόημα. Οπως μας βεβαιώνει ο Οδυσσέας, δεν είναι πάντα έτσι τα πράγματα. «Μπορώ να πω πως η σεξουαλική μου ζωή, μάλλον, πολλαπλασιάστηκε μετά τον ακρωτηριασμό μου. Ισως γιατί, αν είσαι αρτιμελής, μια γυναίκα δυσκολεύεται να στην πέσει, ενώ όταν είσαι έτσι το βλέπουν πιο εύκολο. Εγώ δεν έχω κανένα πρόβλημα. Αυτές που έχουν πρόβλημα δεν τις θέλω εγώ, δεν μ' ενδιαφέρουν καθόλου». Μετά την Αμερική, γύρισε στην Ελλάδα και γράφτηκε στη Φιλοσοφική Σχολή της Θεσσαλονίκης. Εκεί, αντιμετώπισε ένα άλλο μεγάλο πρόβλημα: την προσπελασιμότητα. «Η σχολή αυτή έχει παντού φοβερές σκάλες. Πώς θα τις ανέβαινα για να πάω στην τάξη; Με κουράζανε όλα αυτά τα σκαλιά. Ολες οι σχολές είναι έτσι φτιαγμένες, χωρίς να σκέφτονται τους κινητικά ανάπηρους. Δεν μπορούμε να μιλάμε για ίσα δικαιώματα στη μόρφωση όταν δεν μπορείς να πας στην τάξη σου. Δεν είχα πολύ καλά πόδια τότε, δεν είχα και την οικονομική άνεση να τ' αλλάζω συχνά, και αντιιμετώπιζα μεγάλες αντιξοότητες. Οσο πιο δραστήριος είσαι τόσο μεγαλύτερες φθορές έχεις στα κινητά σου μέλη, κι εγώ δεν είχα ησυχία. Ηθελα να περπατήσω στη φύση, ν' ανέβω στο βουνό, να κάνω ποδήλατο».
Το εργαστήριο στη Μύκονο
Στη Θεσσαλονίκη, για να καλύψει τα έξοδά του, δούλευε μπάρμαν στο Σαντέ. Επειδή ήταν όρθιος πολλές ώρες, το πόδι του μάτωνε, αλλά ήταν αναγκασμένος να δουλεύει, και την επόμενη ημέρα να παρακολουθεί τα μαθήματά του. «Θα μπορούσα, και έπρεπε να ήμουν πιο τακτικός, αλλά δεν ήμουν. Για να είμαι ειλικρινής, τα μαθήματα μ' άφηναν αδιάφορο. Στη Νεα Υόρκη, είχε μάθει την τέχνη της μεταξοτυπίας, και έτσι το καλοκαίρι του '87 έφτιαξε μερικά τελάρα και έφυγε για τη Μύκονο, όπου έστησε ένα εργαστήριο και άρχισε να πουλάει τα σχέδιά του. Οι δουλειές του πήγαιναν καλά, και τότε γνώρισε μια Καναδή, με την οποία απέκτησε κι ένα γιο, που τον ονόμασε Διόνυσο. «Από κει και πέρα, αυτό το παιδί ήταν για μένα κάτι σαν πυξίδα».
Ακολουθώντας την κατεύθυνση που του έδειχνε η πυξίδα αυτή, αποφάσισαν να φύγουν από τη Μύκονο και να εγκατασταθούν στην Κρήτη. «Είχα ανέκαθεν κάτι με την Κρήτη, άκουγα Ξυλούρη, κι ένιωθα περίεργα. Η Μύκονος δεν είναι το ιδανικό μέρος για να μεγαλώσει ένα παιδί, κι εγώ μετά το ατύχημα ήθελα να πηγαίνω όλο και πιο νότια. Κατω από τους 7 βαθμούς Κελσίου, αρχίζουν τα προβλήματα. Το κρύο δεν κάνει καλό σε ακρωτηριασμούς και κατάγματα». Ενας φίλος του, κρητικής καταγωγής, είχε ένα παλιό, αρχοντικό, σπίτι σ' ένα χωριό στον Ψηλορείτη και του το παραχώρησε για να μείνει με την οικογένειά του. Δούλεψε σκληρά για να το κάνει κατοικήσιμο και έμεινε εκεί ενάμιση χρόνο. Αρχισε να ταξιδεύει και να ανακαλύπτει το νησί. Οταν έφθασε στην Πρέβελη είχε βρει αυτό που ζητούσε. Εμεινε εκεί τριάμισι χρόνια. «Ισως τα καλύτερα χρόνια της ζωής μου. «Ειχα κάθε μέρα τη δυνατότητα να κάνω κολύμπι και στη θάλασσα, και στον ποταμό. Σε μερικά σημεία, το ρεύμα του ποταμού είναι πολύ δυνατό και το να κολυμπάς ανάποδα είναι φοβερή γυμναστική. Σε άλλα σημεία που το νερό συμπιέζεται, κάνει φοβερά υδρομασάζ. Αποκτάς μια ευεξία πνευματική και σωματική, που είναι πολύ σημαντική».
Ακόμη τότε δεν είχε ασχοληθεί με τον οργανωμένο αθλητισμό, αλλά ήταν δραστήριος σε θέματα οικολογίας και ορνιθολογίας. Εργαζόταν παρατηρητής στο Κέντρο Βιοτόπων Υδροτόπων, που ανήκει στο Ιδρυμα Γουλανδρή. Τότε γινόταν μια σημαντική απογραφή των κυριότερων βιοτόπων της Ελλάδας. Επί δύο χρόνια, συνεργάστηκε με το Κεντρο σε ορνιθολογικές και οικολογικές παρατηρήσεις, και συμμετείχε σε έρευνες του Πανεπιστημίου Κρήτης. «Ζούσα στη φύση, με τον γιο μου, το εργαστήριό μου, και ήταν τα καλύτερα χρόνια μου».
Το όνειρο τέλειωσε όταν η Καναδή φίλη του αποφάσισε να επιστρέψει στον Καναδά, παίρνοντας μαζί της και τον μικρό Διόνυσο. «Μετά λίγο καιρό, εκεί που την περίμενα να γυρίσει, έλαβα με το ταχυδρομείο μια δικογραφία 120 σελίδων, μέσα στην οποία με κατηγορούσε πως την κακοποιούσα και πως δεν ήμουν κατάλληλος πατέρας για το παιδί. Βάσει αυτής της δικογραφίας που στήριξε με ψευδομάρτυρες κατάφερε να μου επιβάλει περιοριστικά μέτρα και να μην μπορώ να δω τον γιο μου. Νόμισα πως θα τρελαθώ. Είχα να κοιμηθώ τρεις εβδομάδες.
Το 'ριξα στο ποτό, αλλά ούτε αυτό βοηθούσε. Εκείνο που δεν μπορούσα ν' αντέξω ήταν η Πρέβελη, γιατί την είχα συνδέσει απόλυτα με τον Διόνυσο. Τα πάντα εκεί μου θύμιζαν εκείνον». Εφυγε για τα Χανιά, προκειμένου ν' αλλάξει περιβάλλον και να ξεχάσει. Εκεί ήρθε σε επαφή μ' έναν μικρό αθλητικό σύλλογο κινητικά αναπήρων και άρχισε να ασχολείται με την προσαρμοσμένη άθληση. Πήρε μέρος σ' έναν αγώνα δρόμου πέντε χιλιομέτρων που οργάνωνε ο Δήμος Χανίων και τον ενθουσίασε το γεγονός πως ξαναπάταγε σε ταρτάν στίβου, μια και πριν από το ατύχημα ασχολιόταν με τον αθλητισμό. «Μου άρεσαν πάντα τα 100 μέτρα, αλλά έκανα και κωπηλασία και άλλα αθλήματα. Εκεί, κατάλαβα πως ο αθλητισμός σε βοηθάει να ξεπεράσεις πιο εύκολα έναν ακρωτηριασμό». Γράφτηκε στον σύλλογο και άρχισε να παίρνει μέρος στα πανελλήνια πρωταθλήματα στίβου. «Εφέτος οργανώνουμε για τρίτη φορά τον ποδηλατικό γύρο της Κρήτης, και για πρώτη φορά το τουρνουά μπιτς βόλεϊ στο Ρύθυμνο».
Η συμμετοχή στη διαφήμιση
Οι δραστηριότητές του, όμως, δεν τελειώνουν στον αθλητισμό. Εδώ και καιρό, ασχολείται με το μόντελινγκ στο πρακτορείο μοντέλων Agence. «Τώρα με το Drambui ίσως με πάρουν σε μια καινούργια διαφήμιση. Τους είπα ότι μπορώ να κάνω και τον πειρατή, αν βάλω στο πόδι μου ένα στειλιάρι, ώστε να είναι original πειρατικό», μας λέει και αρχίζει να γελάει.
Τον ρωτάμε για τις επιδόσεις του, και μας λέει: «Είναι πολύ κρίμα το 99% των κινητικά αναπήρων, σαν κι εμένα, να μην έχουν τις επιδόσεις τις δικές μου. Είναι λογικό ν' απογοητεύονται όταν πας στον ορθοτεχνίτη και φτιάχνει στραβό πόδι. Και φταίνε βέβαια και τα ίδια τα άτομα που απογοητεύονται γρήγορα και δεν πάνε να τους βάλουν χέρι.
Εδώ, υπάρχει το Κέντρο Αποκατάστασης Αναπήρων, το οποίο ενώ ως χώρος είναι φοβερός, με φοβερά εργαστήρια, τα όργανα είναι παμπάλαια. Οταν ένας νέος άνεργος και ανασφάλιστος στην Ελλάδα θέλει κομμένο πόδι, πάει εκεί και του κάνουν κάτι ξύλινα πόδια όπως έκαναν στον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο. Χωρίς καν μαλακή θήκη. Αυτό που φοράω τώρα έχει θήκη από σιλικόνη. Είναι ένα δέρμα επάνω στο δερμα. Πριν το φορέσω ήμουν γεμάτος με δερματικά προβλήματα. Είναι σαν ένας κάλος, που όταν πας να φορέσεις παπούτσι, και σου χαλάει όλη την ημέρα. Πόσο μάλλον σε ένα μαλακό, ευαίσθητο σημείο. Από την ημέρα που φόρεσα αυτές τις σιλικόνες άρχισα να πετάω. Γι' αυτό τα τελευταία χρόνια έχω άλλες επιδόσεις, και ασχολούμαι με τα εκατό μέτρα πιο καλά.
Τα περισσότερα εργαστήρια ορθοτεχνιτών στην Ελλάδα είναι σαν τσαγκαράδικα: ένας πάγκος με τα εργαλεία. Στο εξωτερικό είναι σαν χειρουργεία. Γυμναστήρια, λωρίδες να περπατάς, σκαλάκια να ανεβαίνεις, με όργανα γυμναστικής, να σου δείξουν κάποιες ασκήσεις γυμναστικής που θα κάνεις μετά, ώστε να δυναμώσεις τους μυς: τον τρικέφαλο, τον τετρακέφαλο, τους χιαστούς. Είναι κέντρο αποκατάστασης, όχι άντε του βάλαμε το πόδι κι έφυγε. Αμα είναι δύο εκατοστά πιο βυθισμένο, την πάτησε. Θα έχει πρόβλημα στον γοφό, πρόβλημα στο αυχενικό, κ.ο.κ.
Εχουμε και τους άλλους, τους χειρουργούς που δεν κάνουν καλούς ακρωτηριασμούς. Εδώ είναι το μόνο μέρος που οι χειρουργοί δεν κάνουν συσκέψεις με τους ορθοτεχνίτες. Βλέπεις, άλλοι το κόβουν μυτερό, ενώ πρέπει να είναι λείο. Κάνουν τρομερά πράγματα. Γι' αυτό χρειάζεται ενημέρωση, ένα βιβλιαράκι, ένας οδηγός. Πρέπει να αναγκάσουμε τους φορείς να επενδύσουν ένα κονδύλι».
Τον ρωτάμε να μας πει αν οι ιδιώτες χορηγοί έχουν δείξει κάποιο ενδιαφέρον για τον προσαρμοσμένο αθλητισμό.
«Να σου πω ότι μου κάνουν πολεμο και οι ίδιοι οι ανάπηροι επειδή έχω δραστηριοποιηθεί και σ' αυτόν τον χώρο; Βλέπουν ότι εγώ παίρνω κάποια χρήματα από χορηγούς και αυτοί επειδή δεν τσεπώνουν τίποτα με διαβάλλουν και κάνουν διάφορα. Θα ήθελα να προσεγγίσω την κυρία Δασκαλάκη που είναι και Ρεθυμνιώτισσα. Ως τώρα, έχω προσεγγίσει μία εταιρεία βιταμινών, την κυρία Νεστορίδου, η οποία είναι κόρη του προέδρου του Ευγενιδείου Ιδρύματος και η οποία θα μας παραχωρήσει το Ευγενίδειο για την Α' Πανελλαδική Συγκέντρωση Ακρωτηριασμένων με σκοπό να κουβεντιάσουμε όλα αυτά τα θέματα.
Επιτροπή Paralympics, η οποία να ενδιαφερθεί γι' αυτό ακόμα δεν υπάρχει. Ο κ. Κουλαξής είναι όλος αυτιά, είναι πρόθυμος, και ήδη έχουμε ξεκινήσει μία συνεργασία. Αλλά πρέπει να ευαισθητοποιηθούν και άλλοι φορείς. Επείγει να περάσουμε αυτό το μήνυμα».
Εκτός, όμως, από την πολιτεία και τους χορηγούς, πώς αντιμετωπίζουν οι καθημερινοί άνθρωποι έναν ακρωτηριασμένο;
«Ανάλογα με τις ηλικίες. Οσο πιο μικρές είναι οι ηλικίες τόσο καλύτερη είναι η αλληλεπίδραση του φαινομένου του ακρωτηριασμένου. Παραδείγματος χάριν: Πριν από μια εβδομάδα, προχώραγα μέσα στα στενά του Ρεθύμνου. Τρία πιτσιρίκια, με το πού έχω περάσει, βλέπουν το πόδι μου, με ακολουθούν και συζητούν για το πόδι. Σε κάποια φάση γυρίζω και τα τρομάζω, τα παίζω όμορφα κι ωραία και αμέσως μου έστειλαν αυτήν την ωραία ενέργεια. Στο τέλος, μου φωνάζουν "γειά σου πειρατή"».
Το αγωνιστικό πόδι
Βάσει συμβολαίου που έχει με την Adidas, εδώ και δύο χρόνια, του παρέχουν όλο τον εξοπλισμό. «Οχι, χρήματα, αλλά ό,τι χρειάζομαι από ρουχισμό ως αθλητής το έχω. Βλέπω τα συμβόλαια που κάνουν οι άλλοι αθλητές, και λέω γιατί όχι κι εμείς; Πρέπει να δώσουν όλοι ένα χέρι βοηθείας για να σηκωθεί και το δικό μας άθλημα. Κι εμείς θα αγωνιστούμε για την Ολυμπιάδα του 2004. Αν καταφέρω και πάρω το αγωνιστικό πόδι, έχω πολύ βάσιμες ελπίδες να μπω σε δύο τελικούς.
Στη Μαδρίτη, ήμουν ο πρώτος Ελληνας που εκπροσώπησε την εθνική στίβου στα εκατό μέτρα και στο άλμα εις μήκος. Ως πέρυσι δεν υπήρχε καθόλου συμμετοχή. Κάνουν μόνο ακόντια, σφύρα, σφαίρα, δίσκο. Ολοι οι άλλοι Ευρωπαίοι είχαν τα αγωνιστικά τεχνητά μέλη. Αυτό που έχω τώρα είναι πολύ καλύτερο από το περσινο που ήταν και λίγο στραβό. Βγήκα έκτος στο μήκος και δέκατος στα εκατό μέτρα. Εκεί, είδα ότι αν είχα τα τεχνητά μέλη που είχαν αυτοί, και επειδή εμείς έχουμε λίγο τον τσαμπουκά και τη μαγκιά, μπορούμε να νικήσουμε πολλές αντιξοότητες. Παρά το ότι είμαι τριάντα τριών ετών, μπορώ στα τριάντα πέντε μου να κατέβω στα δώδεκα δευτερόλεπτα στα εκατό μέτρα και να πάω για μετάλλιο. Στο άλμα εις μήκος, πήδηξα τέσσερα μέτρα πριν από ένα μήνα με πολύ χάλια πόδι. Αν μπορώ να παίρνω φόρα στα τριάντα μέτρα, αντί στα δέκα, γιατί φοβάμαι μη μου βγει το πόδι, θα έχω ακόμη ένα μέτρο, δηλαδή λογικά μπαίνω στην οχτάδα. Οταν είσαι ολυμπιονίκης, έχεις όλα τα πριμ από την πολιτεία. Μετά σου δίνουν τη δυνατότητα να είσαι επίσημα σύμβουλος σε θέματα ειδικού αθλητισμού της Γενικής Γραμματείας. Πρέπει να αρχίσουμε να μπαίνουμε κι εμείς στα γρανάζια αυτά, όχι για να αλλοτριωθούμε αλλά για να υλοποιήσουμε όλα αυτά που έχουμε, τα όνειρα.
Για μένα, αλλά και για οποιονδήποτε άλλον, που είναι κάτω από το γόνατο ακρωτηριασμένος, σύμφωνα με τον νόμο ΔΕΝ είμαστε ανάπηροι. Πρέπει να έχεις αναπηρία του μαγικού 67%. Σύμφωνα λοιπόν με τα κιτάπια των χασάπηδων, ο δικός μου ακρωτηριασμός είναι 55%. Αρα δεν δικαιούμαι αυτοκίνητο, φορολογική απαλλαγή, ούτε τίποτα. Μιλάμε για πρακτικά θέματα. Γιατί να μην έχω το δικαίωμα να πάρω ένα αυτόματο αυτοκίνητο; Κυκλοφορώ με μηχανή και είμαι παράνομος γιατί απαγορεύεται στην Ελλάδα να κυκλοφορείς με μηχανή παρά το ότι έχω την ίδια κινητικότητα με αυτούς που έχουν δύο πόδια, έχω καλύτερα ανακλαστικά και είμαι καλύτερα γυμνασμένος. Ο νόμος σού λέει όχι. Πώς θα πάω στην προπόνησή μου, στη δουλειά μου, στο σπίτι μου;
Εχω περάσει πέντε φορές από εξεταστική επιτροπή. Στη Θεσσαλονίκη, μου βγάζουν 45% αναπηρία, στο Ηράκλειο 60% και στο Ρέθυμνο 55%. Φαίνεται παίζει ρόλο η γεωγραφική θέση στον ακρωτηριασμό. Ακόμη και αν σου δώσουν αυτοκίνητο με το 67%, τον επόμενο χρόνο πρέπει να περάσεις για να δουν την κατάστασή σου. Δηλαδή, τι να δουν; Αν έχει φυτρώσει το πόδι; Αφού είναι μόνιμη αναπηρία, μπορεί να χειροτερέψει, όχι να καλυτερέψει. Αν δεν το φροντίσουμε καλά, θα έχουμε μετά πρόβλημα στους γοφούς, οστεοαρθρίτιδες, θα ανεβαίνει το ποσοστό, και τέλος θα γίνουμε έτσι ώστε να δικαιούμαστε το 70%, αλλά μετά τι να το κάνεις;
Το πρόβλημα είναι πώς μπορούμε να κάνουμε πολλά πράγματα, αλλά δυστυχώς είμαι σχεδόν μόνος μου και δεν το λέω αλαζονικά, το λέω με στενοχώρια.
Ευτυχώς, η κοινωνία του Ρεθύμνου έχει αγκαλιάσει με θέρμη την προσπάθειά μας και μας βοηθάνε πολύ. Επίσης, το Ιδρυμα Πολιμύλη, το ΒοΒο' ς Cafe που είναι στην παραλία, και θα φιλοξενήσει το beach volley. Να πούμε και κάτι άλλο, επίσης τραγικό, που πρέπει ν' αλλάξει. Πολλά παιδιά γεννιούνται με εγκεφαλική παράλυση. Η εγκεφαλική παράλυση δεν έχει να κάνει σε τίποτε με τη νοητική στέρηση. Απλώς κάποιο πρόβλημα στον εγκέφαλο δεν δινει τις σωστές κατευθύνσεις στα άκρα. Ετσι, έχουμε τρεμούλιασμα στο περπάτημα και κάποιες δυσκολίες στον συντονισμό των άκρων, σ' άλλους περισότερο και σ' άλλους λιγότερο. Το τραγικό είναι πως στην ελληνική επαρχία που γεννιούνται πολλά τέτοια παιδιά τα θεωρούν και νοητικά καθυστερημένα, και τα κρατάνε κλεισμένα μέσα στα σπίτια, μπροστά στην τηλεόραση, και γίνονται όντως πνευματικώς καθυστερημένα. Γνώρισα μια κοπέλα σαν τα κρύα τα νερά, τριάντα ετών, και δεν είχε δει ποτέ θάλασσα, στην Κρήτη. Με μια ομάδα εθελοντικής εργασίας περάσαμε και την πήραμε μ' ένα φορτηγάκι και την πήγαμε να δει τη θάλασσα. Μια άλλη κοπέλα με κομμένο πόδι δεν είχε μπει ποτέ στη θάλασσα. Πείρα από τον ρατσισμό της πόλης υπάρχει· ο πιο σκληρός ρατσισμός και κοινωνικός αποκλεισμός είναι στην επαρχία, όπου έχουμε και πολλους ακρωτηριασμούς από ατυχήματα, είτε με μηχανάκια είτε με γεωργικά μηχανήματα».
Κάπου εδώ, αφέθηκε ο Οδυσσέας να συνεχίσει το ταξίδι του, έχοντας πάρει στο μεταξύ ένα συγκλονιστικό μάθημα ζωής.
22 Μαΐου, 2009
Λάτρεις της αναπηρίας
Πριν ενθουσιαστείτε όλοι εσείς που κινείστε με τροχήλατες καρέκλες, πρέπει να μάθετε ότι η αγαπημένη “κατηγορία” των “λάτρεων” της αναπηρίας είναι τα άτομα που έχουν κάποιον ακρωτηριασμό. Μια έρευνα που έγινε από μια υπηρεσία που ονομάζεται AMPIX με υποκείμενα “λάτρεις” που αγοράζουν φωτογραφίες με άτομα που έχουν ακρωτηριασμό(τι άλλο θα ακούσουμε;), αποκαλύπτει ότι το προφίλ του ιδανικού ανθρώπου με ακρωτηριασμό είναι το ακόλουθο:Έχει γαλάζια μάτια, είναι ξανθιά, είναι 29 ετών, έχει ύψος 1,65, ζυγίζει 60 κιλά, έχει ένα πόδι ακρωτηριασμένο πάνω από το γόνατο και σίγουρα δεν έχει προσθετικό μέλος.
Ήμουν καλεσμένος σε μια εβδομαδιαία συνάντηση στο Διαδίκτυο, σε μια ομάδα συζήτησης. Ξαφνιάστηκα από το γεγονός ότι οι λάτρεις δε μου φάνηκαν ούτε αρρωστημένοι ούτε ψυχωτικοί. Οι συμμετέχοντες είναι αναλυτές υπολογιστών, γιατροί, μηχανικοί και επαγγελματίες τριτοβάθμιας εκπαίδευσης. Γίνεται αρκετή συζήτηση γύρω από τις ενοχές που έχουν λόγω της “μη αποδεκτής κοινωνικά έλξης” που νιώθουν και από το φόβο ότι κάποιοι άλλοι θα τους λιντσάρουν λόγω του “μικρού βρώμικου μυστικού τους”. Πολλοί περιγράφουν μια φοβερή απογοήτευση από το γεγονός ότι δε μπορούν να βρουν ένα άτομο με αναπηρία, για να βγουν μαζί του. Υπάρχει, όμως, και πολύ μεγάλη διάθεση αυτοσαρκασμού που φαίνεται από τα ψευδώνυμα που χρησιμοποιούν στο Διαδίκτυο: Ampman, Orthocite, Braceleg, Legman, Amp4me, και το απλό αλλά κλασσικό Adevote.
Επιστρέφοντας στην πραγματικότητα
Ενώ οι λάτρεις δε θα πρέπει να χαρακτηρίζονται ως ψυχωτικοί, παρόλα αυτά πρέπει να αναρωτηθούμε, πως μπορεί να ανθίσει μια πραγματική σχέση, όταν κάποιος είναι “καθηλωμένος” σε κάποιο μέρος του σώματος μας που απωθεί όλους τους άλλους και που αρέσει ελάχιστα ακόμα και σε εμάς τους ίδιους. Ζήτησα από ένα “λάτρη” να μου απαντήσει σ’ αυτό το ερώτημα.
Κανένας τους δε δέχεται ότι οι “λάτρεις” είναι παθιασμένοι ή φετιχιστές. Ένας “λάτρης” υποστηρίζει :”Η έλξη προς την αναπηρία είναι απλώς μια προτίμηση, όπως το να προτιμάς τις ξανθιές γυναίκες ή τις γυναίκες που έχουν μεγάλο στήθος. Το κολόβωμα μιας γυναίκας είναι μόνο η αρχή μιας σχέσης και όχι όλη η σχέση”. Μια ευρέων αντιλήψεων γυναίκα με ακρωτηριασμό απάντησε:”Δε θέλω να είμαι αντικείμενο του sex ή να είμαι με έναν άντρα που είναι παθιασμένος με το στήθος μου. Μπορεί να υπάρξει σχέση όταν ο άντρας είναι παθιασμένος με το κολόβωμά μου;”
Oι σχέσεις είναι το βασικό ζητούμενο. Σύμφωνα με την έρευνα της AMPIX παρόλο που 55% των “λάτρεων” έχουν βγει ραντεβού και 40% έχουν κάνει έρωτα με κάποιο άτομο με ακρωτηριασμό, μόνο 5% είναι παντρεμένοι με κάποιο άτομο που έχει κάποιο ακρωτηριασμό. Αυτά τα ευρήματα επιβεβαιώνουν τη συχνά αναφερόμενη παρατήρηση ότι κανένας “ακρωτηριασμένος” δεν είναι ο κατάλληλος “ακρωτηριασμένος” για έναν “λάτρη”. Όταν ένα “κολόβωμα” γίνεται άνθρωπος και όχι ένα φαντασιωσικό αντικείμενο του sex, η εκπλήρωση των συναισθηματικών αναγκών μέσα από το μηχανισμό της προβολής δεν είναι πλέον εφικτή και ο “λάτρης” ψάχνει για άλλον “ακρωτηριασμένο”.
Στην πραγματικότητα “ο ιδανικός ανάπηρος” μπορεί να μην έχει την παραμικρή ιδέα για τους “λάτρεις” και τα ενδιαφέροντά τους. Μια γυναίκα που ξέρω, η οποία κινείται με τροχήλατη καρέκλα, δέχτηκε ένα τηλέφωνο από έναν άντρα που ήταν “ο φίλος ενός φίλου” και της ζήτησε να φάνε έξω μαζί. Κατά τη διάρκεια του γεύματος άρχισε να μιλάει για τη γυναίκα και για τα παιδιά του.
“Μισό λεπτό” του είπε “ είσαι παντρεμένος;”
“Φυσικά” είπε εκείνος “Ανήκω σε ένα club που έχει ένα κατάλογο γυναικών που έχουν αναπηρία, εκεί βρήκα το τηλέφωνό σου. Αυτό που πραγματικά θέλω είναι να κάνω έρωτα μαζί σου.”
Η φίλη μου σοκαρισμένη έφυγε αμέσως. Δεν είχε ξανακούσει για τους λάτρεις και δικαιολογημένα την τρόμαξε το γεγονός ότι το τηλέφωνό της ήταν σε μια τέτοια λίστα και φοβήθηκε ότι μπορεί να την κυνηγήσουν και να την καταδιώξουν. Ευτυχώς, δεν ξαναείδε και δεν ξανάκουσε αυτόν τον άντρα, ούτε της τηλεφώνησε ξανά κανένα άλλο μέλος του club.
Θα πρέπει άραγε να είμαστε καχύποπτοι ή ακόμα και φοβισμένοι με κάθε άτομο που μας βρίσκει ελκυστικούς; Μια τέτοια επαγρύπνηση θα περιόριζε και θα έθλιβε τη ζωή μας. Όμως την επόμενη φορά που θα βγείτε για πρώτη φορά με κάποιον, αν αυτός κοιτάει διαρκώς την τροχήλατη καρέκλα σας συζητάει για τα προσθετικά σας μέλη και θέλει να χρησιμοποιήσει τα δεκανίκια σας…
ΕΝΗΜΕΡΩΣΗ:
Αυτό είναι ένα άρθρο του BOB STORRS που δημοσιεύθηκε στο New Mobility στις 30 Σεπτεμβρίου 1999.
Απόδοση στα Ελληνικά: Χαρά Αναγνωστοπούλου. Ψυχολόγος. Email: anagnostopoulou@altavista.com
17 Μαΐου, 2009
Kelly Bruno
Want to send Kelly fan mail?
Send e-mails to KellyBruno@rangerup.com.
Μια νύχτα στο Αιγάλεω
Το βρήκα στο βιβλίο -βίβλο του Ηλία Πετρόπουλου ΡΕΜΠΕΤΙΚΑ ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ, εκδόσεις ΚΕΔΡΟΣ - όταν αποφάσισα,
εδώ και χρόνια να το κάνω δώρο στον εαυτό μου.
[...]
Oι τοίχοι είχαν την σφραγίδα ενός περαστικού και διαβατάρικου καλλιτέχνου ειδικευμένου στην τοιχογραφίαν επιφανείας και ανθρώπου πρωτοφανούς τόλμης. Kατά την στιγμήν που ανελάμβανε να διακοσμήση το Kέντρο ευρίσκετο εις την "Pοζ περίοδον" και εις το κιβωτίδιον με τα υλικά είχεν μόνον ροζ και καφέ σκόνην. Kαι όμως, με τα δύο αυτά χρώματα, ο ζωγράφος, αφού έφαγε και εποτίσθη από τον καταστηματάρχην καλά, άφησε ελεύθερη την φαντασία του να οργιάση και έδωσε ζωήν εις τον άψυχον τοίχον.
Eις την αριστερήν πλευράν εικόνισε ένα ζεύγος εις την ακροθαλασσιάν. Ένας νέος 18-53 ετών είχε στην αγκαλιά του μίαν νέαν 8-35 ετών, χωρίς πόδια, και την φιλούσε. H νέα εκοίταζε προς τον νέον. O νέος φορούσε ροζ κοστούμι με φαρδιές καφέ ρίγες, κάτι μεταξύ ενδυμασίας ανθρώπου που πάει να κοιμηθή και καταδίκου που εδραπέτευσε και πρώτη σκέψις του μετά την απόδρασιν ήτο να συναντήση την αγαπημένη του στην ακρογιαλιά. Tο αριστερό πόδι του καταδίκου ήτο πάσχον και ολίγον παραμορφωμένον. H νέα όμως, είτε τυφλωμένη από το πάθος, είτε διότι εξετέλει πιστώς την εντολήν "αγάπα τον φίλον σου και με τα ελαττώματά του", παραβλέπουσα το φυσικόν τούτο ελάττωμα, είχε παραδοθή πανευτυχής εις την αγκάλην του χωλού εραστού, αληθής φιλόσοφος της ζωής, γνωρίζουσα ότι τα πολυτελή ενδύματα δεν δίδουν την ευτυχίαν και ότι πολλάκις κάτω από μίαν ασήμαντον και άκομψον περιβολήν κρύπτονται αγνά και ειλικρινή αισθήματα. Tας αυτάς σκέψεις έκανε και ο νέος που την φιλούσε. Tο ότι η κοπέλλα του εστερείτο ποδών τον άφηνε αδιάφορον. Ίσως διότι έκανε και την σκέψιν ότι μια γυναίκα χωρίς πόδια είναι θησαυρός, καθ' όσον, όσο λιγώτερα πόδια έχει, τόσον είναι και πιο οικονομική, δεδομένου ότι και λιγώτερες κάλτσες και παπούτσια χρειάζεται. Kι έτσι χωλός αυτός και κουτσή εκείνη εφιλώντο παθητικά και η περίπτυξίς των ήτο μία κραυγή διαμαρτυρίας κατά της υγιούς κοινωνίας, που, έχοντας τα ποδάρια της σωστά, αποφεύγει να ερωτευθή. Γι' αυτό κι ο κάβουρας είχε ζωγραφισθή σκεπτικός στην ροζ ακτήν. Ήτο ως να εμονολόγει:
- Zηλεύω την ευτυχία αυτών των αναπήρων. Kι εγώ που έχω δέκα ποδάρια, μ' άφησε η καβουρίνα και πάει τσάρκα με το σπάρο στη Pαφίνα.
Kαι το παράπονό του το ήκουσε ο ροζ γλάρος και το είπεν εις ένα άλλον:
- O αδελφός μας ο κάβουρας πονεί.
- Nαι, πονεί, είπαν τότε και τα ροζ κύματα. Γι' αυτό, ας πάμε να το πούμε και στ' άλλα κύματα, να φέρουμε το μήνυμα δίπλα, στη Γη της Αιολίδας.
Στον διπλανό όμως τοίχο δεν ήταν η Γη της Αιολίδας, αλλά η συνέχεια της ακρογιαλιάς, όπου ένας ροζ τσέλιγκας έψηνε ένα ροζ αρνί σε μια ροζ φωτιά, ενώ δίπλα χόρευε ένας νέος με φουστανέλλα και μια νέα με τοπική ενδυμασία των Mεγάρων. Kι έτσι το μήνυμα φτερούγισε στον απέναντι τοίχο, όπου καθόταν μια αισθαντική βοσκοπούλα με τη ρόκα και τα προβατάκια της, που μελαγχόλησε μονομιάς. Γι' αυτό απέναντί της ακριβώς έκατσε ένας ροζ βοσκός με τρία ροζ πρόβατα, που έπαιζε με μια ροζ φλογέρα, ροζ μελωδίες.
O βοσκός ήταν ατίθασος και οπλοφόρος μικρών διαστάσεων, μικρογραφία του Λαζό, εφφέ και του Tσακιτζή, εφφέ του Αϊδινίου. Eπειδή τα κύματα εσκέφθησαν ότι πιθανόν να μην εύρισκαν κατανόησιν από τον σκληρόν αυτόν βοσκόν, το ανήγγειλαν εις την μεσαίαν κόρην της βρύσης, η οποία ακούσασα το φρικτό νέο έμεινε κοιτάζουσα τον ροζ αέρα ως απόπληκτος.
Oλόκληρος αυτή η σύνθεσις έκλεινε γύρω-γύρω με ροζ άνθη. Παραπλεύρως αυτής και ακριβώς πάνω από την ορχήστρα ήταν μια άλλη σύνθεσις που μιλούσε βαθειά σε κάθε άνθρωπο που αγάπησε πολύ και υπέφερε για τον έρωτα. Ένας ροζ νέος με τα νώτα προς τον θεατή, υποφέρων από σκολίωση, είχε περασμένο το χέρι του στη μέση μιας φυματικής νέας με ροζ φόρεμα, και, γέρνοντας στον ώμο της, ερέμβαζαν αμφότεροι όρθιοι και έπλαθαν χίλια όνειρα μπροστά σε μερικά σπίτια, τύπου Eλβετικών σαλέ. Δυο Eλβετικά ροζ πρόβατα έβοσκαν με βουλιμίαν εις το ροζ χορτάρι, του οποίου η μονοτονία διεκόπτετο από λίγες πράσινες πινελιές, που αποτελούσαν παραφωνίαν μέσα εις αυτό το όργιον του ροζ. Oλόκληρος αυτή η σύνθεσις, έκλεινε με ροζ τριαντάφυλλα και σκόρπια έλατα ατάκτως ερριμμένα. Eις το άνω αριστερόν τμήμα της εικόνος, μεγάλα μαύρα γράμματα, τρέμοντα, έγραφαν MΠIΘIKOTΣHΣ και κάτω από τα γράμματα υπήρχε μια φωτογραφία του Mπιθικώτση. Δεξιά έγραφε, M. ΘEOΔΩPΑKH και φυσικά υπήρχε μια μεγάλη φωτογραφία της τραγουδιστρίας του Kέντρου. Γενικά έβλεπες ότι τίποτα δεν ήταν βαλμένο τυχαία, αλλά ότι τα πάντα είχαν μπει με κάποια λογική. Δεξιά της τραγουδιστρίας, και σ' όλο τον υπόλοιπο τοίχο, υπήρχε μια άλλη ροζ σύνθεσις ειδικώς καμωμένη για μπουζούκια. Ήταν μια χωρική, που ωδήγει έναν γκρι-ροζ γάιδαρον προς ένα ροζ μύλον, όπου θα άλεθαν τα άλευρα και θα παρήγετο το ψωμί, το οποίον ασφαλώς και αυτό όταν θα εψήνετο θα εγίνετο και αυτό ροδοκόκκινο προς το ροζ. O γάιδαρος ήτο ειδικής ράτσας, απ' αυτές που μπορούν το μπροστινό τους πόδι να το τσακίζουν στα 3. Όλη αυτή η σύνθεσις επλαισιούτο με άνθη και ροζ ψαράδες εις το βάθος που επιδιώρθωναν ροζ δίκτυα πάνω σε ροζ άμμον, πάνω σε μια ακρογιαλιά που ηλεκτρικές σκούπες προηγουμένως είχαν αναρροφήσει και το παραμικρό ίχνος αντικειμένου που θα μπορούσε να τραυματίση τα ροζ πόδια των τιμίων αλιέων. Αυτή είναι με λίγα λόγια η διακόσμησις του Kέντρου. Γενικά δηλαδή, μπαίνοντας, εκ πρώτης όψεως τα θέματα σε προδιαθέτουν ευχάριστα και είναι σίγουρο ότι θ' ακούσης μπουζούκια.
[...]
11 Μαΐου, 2009
Η αιώνια επιστροφή του ναύτη
Από νωρίς είχε αρχίσει να τον τρώει εκείνο το σκουλήκι, που πρέπει να παραφυλάς συνέχεια για να μη σε φάει ολόκληρο και το οποίο διαρκώς ρωτούσε «Και γιατί ν' ανέβεις;», «Και τι σημαντικό υπάρχει σ' αυτή τη μέρα;», «Και τι διάολο, κάθε χρόνο το ίδιο μηχανάκι;» και άλλα τέτοια.
Κάθε φορά που μανουβράριζε τον γερανό έβρισκε και μιαν απάντηση, δεν ήταν βέβαια πάντα η καλύτερη, ήταν όμως μια απάντηση. Και για να την βοηθήσει, να την κάνει πειστική και στα ίδια του τα μάτια, ανεβοκατέβαζε μπροστά στο κεφάλι του την παλάμη, σαν να μπορούσε να διώξει τις σκιές που τον ενοχλούσαν.
Βιαζόταν να ξεφορτώσουν για να προλάβει ν' ανέβει στο σπίτι πριν νυχτώσει, να βοηθήσει κι αυτός στην προετοιμασία, όπως του 'χε παραγγείλει η Ουρανίτσα. Τα ερωτήματα όμως του σκουληκιού εκεί, επανέρχονταν ακαταπαύστως σαν του πειρασμού τα νύχια. Έτσι όμως που κάθε σκουληκιά έβρισκε την απάντησή της, οι νυχιές εντέλει λειτουργούσαν σαν ένα είδος παρηγοριάς, κάτι σαν δοκιμασία με την οποία ο μέσα εαυτός του έβρισκε τη δύναμη να ασκείται και να μην πέφτει.
Τον ροκάνιζαν όμως τον Νικόλα τον Φωτερό, χωρίς να μπορεί να πάρει μιαν απόφαση, κι ήταν ο τρίτος που τον έβγαλε απ' αυτά τα διλήμματα όταν είπε «Σπατσάραμε, Νικόλα. Πάμε να σε κεράσω ένα ποτηράκι».
Μπήκαν στο καφενείο, ενώ εκείνη η λεπτή και άχρωμη φωνή συνέχιζε να τον σουβλίζει, κάνοντάς τον να αναρωτιέται, «Τίποτα δεν σημαίνει αυτή η μέρα. Όποτε μου καπνίσει θα πάω». Κι ύστερα πρόσθεσε φωναχτά «Άντε πνίξου» και κανείς δεν ήξερε σε ποιον το 'λεγε.
Όταν κάθισαν, τα φώτα της προβλήτας είχαν αρχίσει να χλομιάζουν μέσα απ' τα θολά τζάμια του καφενείου, γεμάτο απόμαχους ναυτικούς και λιμενεργάτες που 'παιζαν τα ποτά τους στα χαρτιά. Το θορυβώδες τάβλι δεν επιτρεπόταν αυτή την ώρα κι έτσι μια γλυκιά μουρμούρα σαν λιμανίσιο πούσι απλωνόταν μέσα στο μαγαζί και διαλυόταν μόνον απ' τις παραγγελιές του γκαρσονιού και τα αραιά χάχανα των παικτών.
Μέσα σ' αυτό το θάλπος ενός αμετακίνητου κόσμου, που λικνίζεται ελαφρά στα ήσυχα νερά του αγκυροβολίου με τις πρυμάτσες δεμένες και τα φανάρια αναμένα, ο Φωτερός τής τηλεφώνησε, όπως σκεφτόταν από την πρώτη στιγμή πως έπρεπε να κάνει, της τηλεφώνησε και της είπε «Κοίτα Ουρανίτσα, δεν προλαβαίνω ν' ανέβω απόψε. Δεν τελειώσαμε ακόμα».
Κι εκείνη με μια εκνευριστική εγκαρτέρηση είπε «Έλα όποτε μπορείς, Νικόλα μου. Κρίμας όμως».
Την ίδια στιγμή που την άκουγε να του λέει για τις ετοιμασίες που 'χε κάνει και πόσο «κρίμας» ήταν, εκείνη ακριβώς τη στιγμή, εκείνος σκεφτόταν τους μεταξένιους μηρούς της Αλεξάνδρας.
Άκου να βιαστεί ν' ανέβει να γιορτάσουνε τον τρύγο λες κι ήτανε μικρό παιδί. Κι όμως τα τελευταία χρόνια τού μίλαγε για τα σταφύλια με μια εμμονή και προετοιμαζόταν μήνες πριν. Από την άνοιξη κιόλας μόνον αυτό σχεδίαζε, λες και περίμενε να ζήσουν απ' αυτά. Προίκα δεν είχε πάρει, μόνον εκείνο το αμπελάκι όλο κι όλο και καμιά πενηνταριά λιόδεντρα κι αυτά σε γκρεμνό για μπελά. Όσα έβγαζε ο ίδιος στη θάλασσα φτάναν και περισσεύαν, δεν χρειαζότανε η φασαρία, σκεφτότανε ο Φωτερός κακόκεφα. Κι από πάνω να πρέπει να παρίσταται και ο ίδιος να το γλεντήσει με όλους αυτούς τους Αλβανούς και τους Ρουμάνους και τους γύφτους που κουβάλαγε η Ουρανίτσα για να τα μαζέψουν και ν' αφήσουν τον σκουρόχρωμο μούστο να γλιστρήσει στις βαρέλες. Και για να ρουφήξουν στο τέλος, μέχρι την τελευταία σταγόνα, το κοκκινέλι της περασμένης χρονιάς και μερικές νταμιτζάνες καπάκι, καθώς δεν έφτανε ποτέ το περσινό για να ξεδιψάσουν. Χασούρα δηλαδή και να πρέπει να το γλεντήσεις κι από πάνω.
Όσο την άκουγε να απαριθμεί τα γλυκά και τα φαγητά που 'χε ετοιμάσει τόσο ο νους του δεν ξεκόλλαγε από την Αλεξάνδρα. Μαζί της ο Νικόλας είχε ένα ανάποδο παρεδώσε απ' αυτό με τη γυναίκα του. Όταν καμιά φορά έφευγε σφαίρα απ' το λιμάνι για ν' ανέβει στο χωριό ή καθυστερούσε να κατέβει, έπρεπε να βρίσκει δικαιολογίες και λόγια παρηγοριάς για την Αλεξάνδρα και την απουσία του απ' το κρεβάτι της. Και το επιζητούσε όλο και περισσότερο τα τελευταία χρόνια το κρεβάτι της, καθώς ο έρωτας με την Ουρανίτσα είχε καταντήσει βάσανο μ' εκείνο το βάλε - βγάλε το ξύλινο ακροπόδαρό της. Ένας κόσμος διαρκώς διχασμένος και σε μια αέναη και απελπισμένη προσπάθεια συμφιλίωσης, ο κόσμος του Νικόλα, καθώς όταν ο ένας στεκόταν στα πόδια του ο άλλος έπεφτε τα πίστομα.
Μα τι ήθελε και επέμενε να του περιγράφει το στολισμένο τραπέζι, όπως και τον κατάλογο όλων των συγγενών που θα 'ρχονταν απόψε, την ώρα που ο ίδιος τα 'πινε με τον τρίτο, χωρίς να είναι σίγουρος πού θα κατέληγε αργότερα. Γιατί η αλήθεια είναι πως δεν ήξερε κι ο ίδιος πού θα καταλήξει. Κι αυτή η Αλεξάνδρα μηχανικά του 'χε περάσει απ' το κεφάλι, σαν μια κοινή, καθημερινή σκέψη, ακριβώς όπως και η παραγγελία της Ουρανίτσας ν' ανέβει για την αυριανή γιορτή σήμερα, λες και οι άλλες μέρες δεν ήταν για γλέντια, αφού τα λαγούτα και τα βιολιά θα παίζουν πάντα. Τι σήμερα, τι αύριο.
Αλλά τι περίμενε από μια γυναίκα με κομμένο πόδι πάνω απ' τον αστράγαλο; Κάποτε της είχε πει, «Αυτό είναι επέτειος, Ουρανίτσα μου. Αυτό πρέπει να γιορτάζουμε, τη σωτηρία σου».
Κάκιωνε ο Φωτερός καμιά φορά μ' αυτά που θεωρούσε παραξενιές της γυναίκας του και του άρεσε να την πειράζει. Αλλά όταν της είχε μιλήσει για το ατύχημα, το εννοούσε. Πάνε χρόνια που είχε σωθεί η Ουρανίτσα από κείνη την τρελή κούρσα με το μηχανάκι με τα καμένα φρένα. Όταν σύρθηκε στο ντουβάρι καμιά εκατοστή μέτρα, αντί να φύγει ίσα στα βράχια και τον θάνατο, τσάκισε το πόδι της πάνω σε κάτι σιδερόβεργες μπηγμένες στη βραγιά. Σαν τον μπαλτά του χασάπη τα καρφωμένα σίδερα τής είχαν πετάξει το πόδι στην άκρη του δρόμου.
Τώρα που το ξαναθυμήθηκε ο Φωτερός είχε ντραπεί γιατί καταλάβαινε πως δεν το εννοούσε όταν το 'λεγε.
«Τι σκατά της έλεγα», μονολόγησε. «Δηλαδή να θυμάται το κομμένο πόδι της να τρέχει μπροστά στα μάτια της. Αυτό να θυμάται;», κι έσκυψε μετανιωμένος το κεφάλι στο ποτό του, γιατί φοβήθηκε πως μίλησε δυνατά κι ο τρίτος τον είχε ακούσει.
Ήταν πάλι ο τρίτος που τον έβγαλε μέσα απ' το μαύρο πράγμα, στο οποίο είχε χωθεί ο Φωτερός. Του μίλησε και τα λόγια του ήταν σαν το μπουρίνι που καθαρίζει μια βαριά αυγουστιάτικη κάψα. «Έλα βρε Νικόλα, μην σκας», του είπε ο άλλος. «Και του χρόνου να πας δεν πειράζει, τίποτα δεν θ' αλλάξει... Κάνε αυτό που νομίζεις, λίγη χαρά όμως δεν κάνει κακό».
Είχε σηκωθεί απότομα απ' το τραπέζι, αφού στράγγισε το ποτήρι του και ζήτησε ένα ταξί. «Κάτσε κάτω βρε τρελέ», είπε έκπληκτος ο τρίτος που δεν είχε φανταστεί αυτό που κρυβότανε στα ίδια του τα λόγια. «Ακόμα δεν είπαμε αυτά που χρειαζόμαστε. Γιατί βιάζεσαι;.. Με τον καιρό».
Τίποτα. Ο Φωτερός ήτανε στην πόρτα όταν είπε, χωρίς να τον εννοήσει ο τρίτος που τον παρατηρούσε με συμπάθεια, «Όσο ίδια και να μοιάζει με το χθες ή το μεθαύριο, αυτή είναι μια άλλη μέρα, διάολε! Μια καινούργια, ευλογημένη μέρα είναι», είπε κι έφυγε τρέχοντας μέσα στη φωτισμένη νύχτα.
from http://www.mathisis.com/nqcontent.cfm?a_id=3678
10 Μαΐου, 2009
Η γυναίκα που δεν ήθελε τα πόδια της!
«ΗΜΟΥΝ ΜΟΛΙΣ 6 χρόνων όταν ένιωσα για πρώτη φορά την επιθυμία να χάσω και τα δύο μου πόδια. Οι περισσότεροι άνθρωποι θέλουν να αλλάξουν κάτι πάνω τους. Εγώ, η μόνη εικόνα που λαχτάρησα ποτέ για τον εαυτό μου ήταν να τον δω χωρίς πόδια. Ο κόσμος πιστεύει πως είμαι άρρωστη και παράξενη. Δεν γνωρίζει, ασφαλώς, ότι είμαι από τους ελάχιστους ανθρώπους στον κόσμο που πάσχουν από κάτι που ονομάζεται «Διαταραχή Σωματικής Ταυτότητας και Αρτιότητας» (στα αγγλικά, Body Identity Integrity Disorder - BIID), και που σε κάνει να θέλεις να αφαιρέσεις ένα ή και περισσότερα από τα υγιή ή άρτια μέλη του σώματός σου.
Λίγοι μπορούν να με καταλάβουν. Δεν είναι φετίχ, δεν είναι σεξουαλικό, δεν έχει καν να κάνει με την εμφάνισή μου. Απλώς δεν μπορώ να συσχετίσω τον εαυτό μου με κάποιαν που έχει δύο πόδια. Αυτή η «κάποια» δεν είμαι εγώ. Και ξέρω πως εάν θέλω να συνεχίσω να ζω τη ζωή μου, ο μόνος τρόπος είναι να απαλλαγώ από τα πόδια μου. Στα 23 μου γνώρισα τον μελλοντικό μου σύζυγο. Δεν του είπα τίποτα στην αρχή για το πρόβλημά μου. Ημουν ευτυχισμένη μαζί του, αλλά ακόμα δυστυχισμένη που είχα δύο πόδια. Πέρασε καιρός ώσπου να του μιλήσω. Δυσκολεύτηκε πολύ να με καταλάβει. Αργότερα, το αποδέχτηκε, αλλά όχι χωρίς πόνο.
ΠΡΙΝ ΑΠΟ 2 χρόνια τού ανακοίνωσα πως ήρθε ο καιρός να αφαιρέσω το πρώτο μου πόδι, το αριστερό. Η πρώτη μου απόπειρα έγινε τον Μάρτιο του 2005. Ηξερα ότι έπρεπε να σκοτώσω το πόδι μου, παγώνοντάς το, και αναγκάζοντας έτσι τους γιατρούς να μου το ακρωτηριάσουν. Πήγα λοιπόν στο Εδιμβούργο και αγόρασα 40 κιλά παγοκρυστάλλους -από αυτούς που έχουν στις δισκοθήκες για να απορροφούν τους καπνούς. Εριξα τα «παγάκια» μπροστά από τα πίσω καθίσματα του αυτοκινήτου, και κάθησα με το πόδι μου βυθισμένο μέσα σ' αυτά επί 1 ώρα. Ο πόνος ήταν απερίγραπτος. Λιποθύμησα τρεις φορές. Φοβήθηκα. Φοβήθηκα μήπως δεν κατάφερνα να πετύχω το σχέδιό μου. Οπως και έγινε! Δεν είχα κάνει όση ζημιά έπρεπε στο πόδι, και οι γιατροί το έσωσαν εύκολα.
ΤΟΝ ΕΡΧΟΜΕΝΟ Σεπτέμβριο έκανα τη δεύτερη απόπειρα. Αυτή τη φορά άφησα το πόδι μου βουτηγμένο μέσα στον πάγο επί 4 ώρες. Οταν δεν άντεχα άλλο, φώναξα τον άνδρα μου και με έβγαλε. Το πόδι ήταν σκληρό σαν πέτρα. Είχα εγκαύματα τρίτου βαθμού και ο πόνος ήταν ανυπόφορος. Αλλά και πάλι, δεν έφτανε αυτό για να μου το ακρωτηριάσουν. Στο νοσοκομείο, οι γιατροί έκαναν υπεράνθρωπες προσπάθειες για να μου το σώσουν. Δεν ήθελα. Εκλαιγα. Επειτα από 8 εγχειρήσεις και νοσηλεία 4 εβδομάδων, πήρα εξιτήριο.
ΣΚΕΦΤΟΜΟΥΝ ήδη την τρίτη απόπειρα. Να ξαπλώσω στις γραμμές του τρένου. Ομως, με πρόλαβαν άλλα γεγονότα. Η κατάσταση του χειρουργημένου μου ποδιού χειροτέρεψε. Επαθα μόλυνση, και επειδή υπήρχε κίνδυνος η μόλυνση να επεκταθεί στο αίμα μου, αποφασίστηκε, επιτέλους, ο ακρωτηριασμός. Εγινε τον περασμένο Ιούνιο, χωρίς κανένα πρόβλημα. Από την πρώτη στιγμή, αισθάνθηκα υπέροχα. Πιο πλήρης σαν άνθρωπος. Τώρα κάνω όλες τις δουλειές του σπιτιού πιο εύκολα. Ο άνδρας μου είναι συνεχώς στο πλευρό μου. Του υποσχέθηκα ότι θα καθυστερήσω για αρκετά χρόνια τον ακρωτηριασμό του άλλου μου ποδιού. Τόσο, ώστε να μπορούν να με κατανοήσουν και τα παιδιά μας, 10 και 15 ετών, στα οποία είπαμε πως έχασα το πόδι μου λόγω επιπλοκών από τον πρώτο «τραυματισμό» τον περασμένο Μάρτιο. Εκείνο που ξέρω στα σίγουρα, είναι ότι τώρα, για πρώτη φορά στη ζωή μου, νιώθω πως ζω».
ΥΓ.: Το Σούζαν Σμιθ είναι ψευδώνυμο.
ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ - 31/01/2007
04 Μαΐου, 2009
Ο σκύλος-οδηγός μένει "έξω" ?
Το μήνυμα που ακολουθεί το δέχθηκα στα "εισερχόμενα" του "facebook"
Απλά σου το στέλνω να το διαβάσεις.
Οι κρίσεις είναι δικές σου.
Καλή σου μέρα.
Νίκη.-
Ονομάζομαι Ιωάννα-Μαρία Γκέρτσου, είμαι τυφλή και κάτοχος σκύλου-οδηγού.
Ερευνήτρια στο ΙΤΕ Ηρακλείου, υποψήφια διδάκτωρ στην ιατρική σχολή του
παν/μίου Κρήτης και πρόεδρος της Ελληνικής Σχολής σκύλων-οδηγών «Λάρα».
Ζω στο Ηράκλειο Κρήτης όπου η πρόσβαση του σκύλου-οδηγού επιτρέπεται
παντού. Και στην πολιτισμένη υποτείθεται πρωτεύουσα;
Σήμερα πρωτομαγιά, θέλησα να πάω με μια φίλη για φαγητό στην ταβέρνα
«Καλοζύμη» που βρίσκεται δίπλα στο πατρικό μου, στο Χαλάνδρι. Στην είσοδο
της ταβέρνας, ο υπεύθυνος μας πληροφόρησε πως απαγορεύονται τα σκυλιά.
Απαντήσαμε ότι, έτσι κι αλλιώς θα τρώγαμε στην αυλή αφού είχε ωραία μέρα.
Εκείνος, αντέτεινε πως ο σκύλος απαγορεύεται ακόμα και στην αυλή και
πρότεινε να μας βγάλει ένα τραπέζι στο δρόμο!
Φύγαμε και πήγαμε ακριβώς δίπλα στην ταβέρνα «Ιορδάνης». Δυστυχώς κι εκεί,
η ίδια αντιμετώπιση: ο σκύλος δεν επιτρέπονταν ούτε καν στην αυλή.
Κι ερωτώ τους φίλτατους αναγνώστες:
1. Αξίζει ένας άνθρωπος να φάει στο δρόμο, επειδή βλέπει με τα μάτια ενός
σκύλου;
2. Μπορεί ο μάγειρας της εκάστοτε ταβέρνας να μαγειρέψει χωρίς τις
κατσαρόλες του;
3. Εάν ήμουν φορέας της γρίπης των χοίρων και πήγαινα να φάω δίχως να πω
λέξη θα ήμουν εντάξει;
Περισσότερες πληροφορίες για τους σκύλους-οδηγούς στο www.laraguidedogs.gr
ΠΑΡΑΚΑΛΩ ΠΡΟΩΘΗΣΤΕ ΤΟ ΜΗΝΥΜΑ ΣΕ ΓΝΩΣΤΟΥΣ, ΣΤΟ FACEBOOK, TO PRESS.GR, KAI
ΟΠΟΙΟ ΑΛΛΟ BLOG ΞΕΡΕΤΕ, ΜΗΠΩΣ ΜΑΘΟΥΝ ΤΕΛΙΚΑ ΜΕΡΙΚΟΙ ΑΝΘΡΩΠΟΙ ΝΑ ΦΕΡΟΝΤΑΙ
ΑΝΘΡΩΠΙΝΑ. ΕΛΕΟΣ ΠΙΑ..
Ευχαριστώ Ιωάννα Μαρία Γκέρτσου