Σελίδες

ΕΠΙΣΚΕΠΤΕΣ:

11 Μαΐου, 2009

Η αιώνια επιστροφή του ναύτη


Από νωρίς είχε αρχίσει να τον τρώει εκείνο το σκουλήκι, που πρέπει να παραφυλάς συνέχεια για να μη σε φάει ολόκληρο και το οποίο διαρκώς ρωτούσε «Και γιατί ν' ανέβεις;», «Και τι σημαντικό υπάρχει σ' αυτή τη μέρα;», «Και τι διάολο, κάθε χρόνο το ίδιο μηχανάκι;» και άλλα τέτοια.

Κάθε φορά που μανουβράριζε τον γερανό έβρισκε και μιαν απάντηση, δεν ήταν βέβαια πάντα η καλύτερη, ήταν όμως μια απάντηση. Και για να την βοηθήσει, να την κάνει πειστική και στα ίδια του τα μάτια, ανεβοκατέβαζε μπροστά στο κεφάλι του την παλάμη, σαν να μπορούσε να διώξει τις σκιές που τον ενοχλούσαν.

Βιαζόταν να ξεφορτώσουν για να προλάβει ν' ανέβει στο σπίτι πριν νυχτώσει, να βοηθήσει κι αυτός στην προετοιμασία, όπως του 'χε παραγγείλει η Ουρανίτσα. Τα ερωτήματα όμως του σκουληκιού εκεί, επανέρχονταν ακαταπαύστως σαν του πειρασμού τα νύχια. Έτσι όμως που κάθε σκουληκιά έβρισκε την απάντησή της, οι νυχιές εντέλει λειτουργούσαν σαν ένα είδος παρηγοριάς, κάτι σαν δοκιμασία με την οποία ο μέσα εαυτός του έβρισκε τη δύναμη να ασκείται και να μην πέφτει.

Τον ροκάνιζαν όμως τον Νικόλα τον Φωτερό, χωρίς να μπορεί να πάρει μιαν απόφαση, κι ήταν ο τρίτος που τον έβγαλε απ' αυτά τα διλήμματα όταν είπε «Σπατσάραμε, Νικόλα. Πάμε να σε κεράσω ένα ποτηράκι».

Μπήκαν στο καφενείο, ενώ εκείνη η λεπτή και άχρωμη φωνή συνέχιζε να τον σουβλίζει, κάνοντάς τον να αναρωτιέται, «Τίποτα δεν σημαίνει αυτή η μέρα. Όποτε μου καπνίσει θα πάω». Κι ύστερα πρόσθεσε φωναχτά «Άντε πνίξου» και κανείς δεν ήξερε σε ποιον το 'λεγε.

Όταν κάθισαν, τα φώτα της προβλήτας είχαν αρχίσει να χλομιάζουν μέσα απ' τα θολά τζάμια του καφενείου, γεμάτο απόμαχους ναυτικούς και λιμενεργάτες που 'παιζαν τα ποτά τους στα χαρτιά. Το θορυβώδες τάβλι δεν επιτρεπόταν αυτή την ώρα κι έτσι μια γλυκιά μουρμούρα σαν λιμανίσιο πούσι απλωνόταν μέσα στο μαγαζί και διαλυόταν μόνον απ' τις παραγγελιές του γκαρσονιού και τα αραιά χάχανα των παικτών.



Μέσα σ' αυτό το θάλπος ενός αμετακίνητου κόσμου, που λικνίζεται ελαφρά στα ήσυχα νερά του αγκυροβολίου με τις πρυμάτσες δεμένες και τα φανάρια αναμένα, ο Φωτερός τής τηλεφώνησε, όπως σκεφτόταν από την πρώτη στιγμή πως έπρεπε να κάνει, της τηλεφώνησε και της είπε «Κοίτα Ουρανίτσα, δεν προλαβαίνω ν' ανέβω απόψε. Δεν τελειώσαμε ακόμα».

Κι εκείνη με μια εκνευριστική εγκαρτέρηση είπε «Έλα όποτε μπορείς, Νικόλα μου. Κρίμας όμως».

Την ίδια στιγμή που την άκουγε να του λέει για τις ετοιμασίες που 'χε κάνει και πόσο «κρίμας» ήταν, εκείνη ακριβώς τη στιγμή, εκείνος σκεφτόταν τους μεταξένιους μηρούς της Αλεξάνδρας.

Άκου να βιαστεί ν' ανέβει να γιορτάσουνε τον τρύγο λες κι ήτανε μικρό παιδί. Κι όμως τα τελευταία χρόνια τού μίλαγε για τα σταφύλια με μια εμμονή και προετοιμαζόταν μήνες πριν. Από την άνοιξη κιόλας μόνον αυτό σχεδίαζε, λες και περίμενε να ζήσουν απ' αυτά. Προίκα δεν είχε πάρει, μόνον εκείνο το αμπελάκι όλο κι όλο και καμιά πενηνταριά λιόδεντρα κι αυτά σε γκρεμνό για μπελά. Όσα έβγαζε ο ίδιος στη θάλασσα φτάναν και περισσεύαν, δεν χρειαζότανε η φασαρία, σκεφτότανε ο Φωτερός κακόκεφα. Κι από πάνω να πρέπει να παρίσταται και ο ίδιος να το γλεντήσει με όλους αυτούς τους Αλβανούς και τους Ρουμάνους και τους γύφτους που κουβάλαγε η Ουρανίτσα για να τα μαζέψουν και ν' αφήσουν τον σκουρόχρωμο μούστο να γλιστρήσει στις βαρέλες. Και για να ρουφήξουν στο τέλος, μέχρι την τελευταία σταγόνα, το κοκκινέλι της περασμένης χρονιάς και μερικές νταμιτζάνες καπάκι, καθώς δεν έφτανε ποτέ το περσινό για να ξεδιψάσουν. Χασούρα δηλαδή και να πρέπει να το γλεντήσεις κι από πάνω.

Όσο την άκουγε να απαριθμεί τα γλυκά και τα φαγητά που 'χε ετοιμάσει τόσο ο νους του δεν ξεκόλλαγε από την Αλεξάνδρα. Μαζί της ο Νικόλας είχε ένα ανάποδο παρεδώσε απ' αυτό με τη γυναίκα του. Όταν καμιά φορά έφευγε σφαίρα απ' το λιμάνι για ν' ανέβει στο χωριό ή καθυστερούσε να κατέβει, έπρεπε να βρίσκει δικαιολογίες και λόγια παρηγοριάς για την Αλεξάνδρα και την απουσία του απ' το κρεβάτι της. Και το επιζητούσε όλο και περισσότερο τα τελευταία χρόνια το κρεβάτι της, καθώς ο έρωτας με την Ουρανίτσα είχε καταντήσει βάσανο μ' εκείνο το βάλε - βγάλε το ξύλινο ακροπόδαρό της. Ένας κόσμος διαρκώς διχασμένος και σε μια αέναη και απελπισμένη προσπάθεια συμφιλίωσης, ο κόσμος του Νικόλα, καθώς όταν ο ένας στεκόταν στα πόδια του ο άλλος έπεφτε τα πίστομα.

Μα τι ήθελε και επέμενε να του περιγράφει το στολισμένο τραπέζι, όπως και τον κατάλογο όλων των συγγενών που θα 'ρχονταν απόψε, την ώρα που ο ίδιος τα 'πινε με τον τρίτο, χωρίς να είναι σίγουρος πού θα κατέληγε αργότερα. Γιατί η αλήθεια είναι πως δεν ήξερε κι ο ίδιος πού θα καταλήξει. Κι αυτή η Αλεξάνδρα μηχανικά του 'χε περάσει απ' το κεφάλι, σαν μια κοινή, καθημερινή σκέψη, ακριβώς όπως και η παραγγελία της Ουρανίτσας ν' ανέβει για την αυριανή γιορτή σήμερα, λες και οι άλλες μέρες δεν ήταν για γλέντια, αφού τα λαγούτα και τα βιολιά θα παίζουν πάντα. Τι σήμερα, τι αύριο.

Αλλά τι περίμενε από μια γυναίκα με κομμένο πόδι πάνω απ' τον αστράγαλο; Κάποτε της είχε πει, «Αυτό είναι επέτειος, Ουρανίτσα μου. Αυτό πρέπει να γιορτάζουμε, τη σωτηρία σου».

Κάκιωνε ο Φωτερός καμιά φορά μ' αυτά που θεωρούσε παραξενιές της γυναίκας του και του άρεσε να την πειράζει. Αλλά όταν της είχε μιλήσει για το ατύχημα, το εννοούσε. Πάνε χρόνια που είχε σωθεί η Ουρανίτσα από κείνη την τρελή κούρσα με το μηχανάκι με τα καμένα φρένα. Όταν σύρθηκε στο ντουβάρι καμιά εκατοστή μέτρα, αντί να φύγει ίσα στα βράχια και τον θάνατο, τσάκισε το πόδι της πάνω σε κάτι σιδερόβεργες μπηγμένες στη βραγιά. Σαν τον μπαλτά του χασάπη τα καρφωμένα σίδερα τής είχαν πετάξει το πόδι στην άκρη του δρόμου.

Τώρα που το ξαναθυμήθηκε ο Φωτερός είχε ντραπεί γιατί καταλάβαινε πως δεν το εννοούσε όταν το 'λεγε.

«Τι σκατά της έλεγα», μονολόγησε. «Δηλαδή να θυμάται το κομμένο πόδι της να τρέχει μπροστά στα μάτια της. Αυτό να θυμάται;», κι έσκυψε μετανιωμένος το κεφάλι στο ποτό του, γιατί φοβήθηκε πως μίλησε δυνατά κι ο τρίτος τον είχε ακούσει.

Ήταν πάλι ο τρίτος που τον έβγαλε μέσα απ' το μαύρο πράγμα, στο οποίο είχε χωθεί ο Φωτερός. Του μίλησε και τα λόγια του ήταν σαν το μπουρίνι που καθαρίζει μια βαριά αυγουστιάτικη κάψα. «Έλα βρε Νικόλα, μην σκας», του είπε ο άλλος. «Και του χρόνου να πας δεν πειράζει, τίποτα δεν θ' αλλάξει... Κάνε αυτό που νομίζεις, λίγη χαρά όμως δεν κάνει κακό».

Είχε σηκωθεί απότομα απ' το τραπέζι, αφού στράγγισε το ποτήρι του και ζήτησε ένα ταξί. «Κάτσε κάτω βρε τρελέ», είπε έκπληκτος ο τρίτος που δεν είχε φανταστεί αυτό που κρυβότανε στα ίδια του τα λόγια. «Ακόμα δεν είπαμε αυτά που χρειαζόμαστε. Γιατί βιάζεσαι;.. Με τον καιρό».

Τίποτα. Ο Φωτερός ήτανε στην πόρτα όταν είπε, χωρίς να τον εννοήσει ο τρίτος που τον παρατηρούσε με συμπάθεια, «Όσο ίδια και να μοιάζει με το χθες ή το μεθαύριο, αυτή είναι μια άλλη μέρα, διάολε! Μια καινούργια, ευλογημένη μέρα είναι», είπε κι έφυγε τρέχοντας μέσα στη φωτισμένη νύχτα.


from http://www.mathisis.com/nqcontent.cfm?a_id=3678

Δεν υπάρχουν σχόλια: