«Δες την αυτή είναι!»
«Την καημένη! Πώς το έπαθε;»
«Πού θες να ξέρω; Λες να της μίλησα;»
Ανενόχλητοι συνέχισαν τα σχόλια οι καινούριοι συμμαθητές μου, λες και δεν τους άκουγα. Αλλά γι' αυτούς επειδή ήμουν ανάπηρη, ήμουν και κουτή. Ξανάφερα τα λόγια τους στο μυαλό μου. «Την καημένη!» Ξεφύσηξα. Ζήτησα ποτέ τον οίκτο κανενός; Ή μήπως η αναπηρία μου μού στερεί κάθε δικαίωμα στην εκπαίδευση, στον αθλητισμό, στην ψυχαγωγία; Κάθε δικαίωμα στη ζωή...;
Εγώ, που μέχρι εκείνη τη μέρα, πριν τρία χρόνια, είχα τα πάντα. Μέσα στο μικρό μου κόσμο, ήμουν τα πάντα. Αρκούσε ένα ταξίδι, ένα φρενάρισμα, μια λάμψη. Για να αλλάξουν όλα. Δε φανταζόμουν πως θ' αρκούσε μια στιγμή για να χάσω και πατέρα και φίλους και όλα όσα πίστευα ότι μου ανήκαν. Τους απομάκρυνε η αναπηρία μου. Όλους.
Και δεν ήταν μόνο αυτά. Καθημερινά ερχόμουν αντιμέτωπη με την κοινωνική απομόνωση και αναλγησία, την αδιαφορία των φορέων και την αβάσταχτη για μια άριστη, μέχρι το ατύχημα, μαθήτρια όπως εμένα, έλλειψη παιδείας. Κάθε τόσο άκουγα για ενσωμάτωση στη δραστήρια ζωή, ισότητα ευκαιριών και πλήρη συμμετοχή στην κοινωνική ζωή. Δυστυχώς τα λόγια ποτέ δεν πέρασαν στις πράξεις. Ώσπου η ΕΛΕΠΑΠ φρόντισε και για μένα. Κι έτσι έφτασα εδώ να πηγαίνω σχολείο όπως τόσα άλλα παιδιά της ηλικίας μου.
«Ελένη!» Μια φωνή μ' έβγαλε απ' τις σκέψεις μου. Γύρισα χαμένη και κοίταξα το παιδί που με φώναζε. «Είπες τίποτα;» Τον ρώτησα. «Ελένη! Έτσι δε σε λένε;» Ήταν όμορφος από κοντά. Ψηλός με μακριά μαλλιά, που σγούραιναν στις άκρες. Έμοιαζε σαν... Σαν το μπαμπά. Πόσες φορές αργότερα θα έκανα την ίδια σκέψη και πόσες θα ήθελα να του πω... «Ναι, έτσι με λένε». Αυτόν τον έλεγαν Λουκά. Κι έγινε ο καλύτερός μου φίλος. Ο μόνος μου φίλος. Το στήριγμα, όταν όλοι μου είχαν γυρίσει την πλάτη. Ήταν ο μόνος που πίστεψε σ' εμένα.
«Τι εννοείς, γράφεις;» Με ρώτησε, όταν του εκμυστηρεύτηκα την αγαπημένη μου ενασχόληση. «Ποίηση». Του φανέρωσα το μυστικό μου. Δεν ξέρω τι περίμενα, μια κοροϊδία, ένα ειρωνικό γελάκι -έτσι είχα συνηθίσει να μου συμπεριφέρονται. Δεν έκανε τίποτα απ' τα δύο. «Αυτό είναι υπέροχο!» Μου είπε. «Θα ήθελα πολύ να διαβάσω ένα».
Και διάβασε. Όχι μόνο ένα. Για βράδια ολόκληρα καθόμασταν μαζί και διαβάζαμε τα έργα μου. Για χρόνια ολόκληρα έγραφα γι' αυτόν. Υπήρξε το πρώτο πρόσωπο που πίστεψε σ' εμένα, πριν πιστέψω εγώ. Γι' αυτόν ήμουν η ποιήτρια-ταλέντο, όταν για όλους τους άλλους ήμουν η ανάπηρη.
Είχα, λέει, «ειδικές ανάγκες». Ακόμη δεν έχω καταλάβει τι σημαίνει αυτό. Τι το ειδικό χρειάζομαι; Ό,τι κι όλοι οι άλλοι -αγάπη, συμπάθεια, συμπόνια για τη δυσκολία που αντιμετωπίζω^ όμως, όχι λύπηση! «Είσαι ιδιαίτερη», μου έλεγε ο Λουκάς. «Ξεχωριστή, διαφορετική απ' αυτούς. Κι αυτό τους φοβίζει». Μπορεί να είχε δίκιο. Όμως, τι φόβο μπορεί να προκαλεί ένα κορίτσι καθισμένο σε μία καρέκλα; Καταδικασμένο να κάθεται σ' αυτό για όλη του τη ζωή...
Δεν ήταν λίγες οι φορές που γινόμουν αντικείμενο χλευασμού. Δεν ήταν λίγες οι φορές που δοκίμαζα την απόρριψη και την προκατάληψη. Αντιμετωπιζόμουν σαν βάρος της κοινωνίας, πολίτης δεύτερης κατηγορίας. Κάθε φορά που κάνω αυτές τις σκέψεις καταλήγω στο ίδιο συμπέρασμα. Ο κόσμος μπορεί και πρέπει να γίνει καλύτερος, δικαιότερος, πιο ανθρώπινος. Εμένα, αυτό που με σκοτώνει δεν είναι η συμπεριφορά που αντιμετωπίζουν χιλιάδες άλλα παιδιά σαν εμένα. Παιδιά με ειδικές ανάγκες, παιδιά με ειδικές ικανότητες. Παιδιά με απίστευτες ψυχικές και συναισθηματικές δυνάμεις.
Στη ζωή μου τίποτα δε μου προσφέρθηκε απλόχερα. Ό,τι έχω το κέρδισα μόνη μου, με την προσπάθεια και το πείσμα μου, που δεν κλονίστηκαν λόγω της σωματικής μου μειονεξίας. Με κινητήρια δύναμη το πείσμα μου αυτό συνέχιζα το σχολείο. Όχι ότι ένιωσα ποτέ τη δεκτικότητα και την αποδοχή. Για τους συμμαθητές μου, οι καλοί μου βαθμοί ήταν έκφραση οίκτου από τους καθηγητές μου. Ναι, τους ζήλευα. Γιατί αυτοί είχαν γονείς, αυτό που τόσο άδικα εγώ στερήθηκα. Εμένα η μαμά μου ήταν στον ουρανό κι ο μπαμπάς μου... ούτε που ήξερα πού ήταν. Δεν είχε επικοινωνήσει ποτέ μαζί μου μετά το ατύχημα. Δεν ήθελε να με ξέρει. Κι έτσι μόνη μου πέρασα την εφηβεία, μόνη ενηλικιώθηκα, μόνη συνεχίζω να μεγαλώνω...
Τώρα πια δε μ' ενοχλεί. Το μόνο που μ' ενδιαφέρει είναι η ποίηση και ο Λουκάς. Τα μόνα πράγματα που μπόρεσα ν' αγαπήσω στη ζωή μου. Και θ' αφοσιωθώ σ' αυτά. Μπορώ να τους προσφέρω την αγάπη μου για πάντα.
13/07/2007
Αύριο εκδίδεται η πρώτη μου ποιητική συλλογή. Το μεγάλο μου όνειρο γίνεται πραγματικότητα. Διαβάζω για τελευταία φορά τα ποιήματα μου πριν τα παραδώσω στον εκδότη. Η ματιά μου έχει καρφωθεί στην τελευταία στροφή του έργου μου, την αγαπημένη μου. Αυτή μου έδωσε το κουράγιο και τη δύναμη ν' αντέξω στις δυσκολίες, να υπομείνω τα σχόλια όλων και να συνεχίσω για να πραγματοποιήσω τ' όνειρό μου. Πόσες αναμνήσεις, πόσες σκέψεις και συναισθήματα σε μία στροφή...
Κάθε άνθρωπος είναι μοναδικός
κι η μοναδικότητά του
πρέπει να αντιμετωπίζεται
με σεβασμό...
Σημ. Με σεβασμό στη φίλη που μας μίλησε, θελήσαμε να κρατήσουμε την ανωνυμία της και να αλλάξουμε λίγο τα βιογραφικά της στοιχεία.
Δώρα Κουτεντάκη